Συνηθίζεται σε κουβέντες σεξουαλικού περιεχομένου όπου οι συμμετέχοντες είναι αγάμητοι καιρό.
- Καυλομελέτα κι έρχεται το γκομενάκι.
Συνηθίζεται σε κουβέντες σεξουαλικού περιεχομένου όπου οι συμμετέχοντες είναι αγάμητοι καιρό.
- Καυλομελέτα κι έρχεται το γκομενάκι.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά εννοούμε την κοπέλα που το πάιζει σεμνή και ηθική, αλλά στην πραγματικότητα έχει κάνει τα πάντα στο σεξ...
-Ο Θανάσης τα έφτιαξε με την Γεωργία και νομίζει οτι θα είναι ο πρώτος της όταν κάνουν σεξ. -Ρε το θύμα, του το έπαιξε χαμηλοβλεπούσα η Γεωργία και νομίζει οτι βρήκε τη πριγκήπισσα! Πού να ήξερε ο καημένος με πόσους έχει πάει αυτή!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.
- Πωπω είδες τι απίστευτα βυζόμπαλα έχει αυτή;
- Άραξε ρε, φο-βυζού είναι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.
Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.
Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεγάλο πέος. Μτφ: ο μαλάκας.
- Πήρες τον Παναγιώτη να 'ρθει;
- Δεν θα 'ρθει ο ψωλιόγκος.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.
- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που κανονικά αναφέρεται στην πληροφορική, αλλά συνήθως αναφέρεται στο cyber-sex, το εικονικό σεξ που γίνεται μέσω ίντερνετ.
-Που λες προχτές χτύπησα μια γκόμενα στο τσάτρουμ...
-Έλα ρε, πώς;
-Αρχίζουμε την κουβέντα και καταλήξαμε να κάνουμε σάιμπερ.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από κορίτσια αγροτικών περιοχών στην ερώτηση «τι εργαλείο είσαι εσύ;». Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώς απάντηση και άλλα γεωργικά αντικείμενα.
(Περνάει η Άννα απ' την πλατεία φτιασιδωμένη και της την πέφτει ένας πορνόγερος...)
- Μωρό μ', τι εργαλείο είσαι εσύ;
- Βαμβακοσυλλέκτης.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.
-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.
Got a better definition? Add it!