Selected tags

Further tags

Συνηθίζεται σε κουβέντες σεξουαλικού περιεχομένου όπου οι συμμετέχοντες είναι αγάμητοι καιρό.

- Καυλομελέτα κι έρχεται το γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά εννοούμε την κοπέλα που το πάιζει σεμνή και ηθική, αλλά στην πραγματικότητα έχει κάνει τα πάντα στο σεξ...

-Ο Θανάσης τα έφτιαξε με την Γεωργία και νομίζει οτι θα είναι ο πρώτος της όταν κάνουν σεξ. -Ρε το θύμα, του το έπαιξε χαμηλοβλεπούσα η Γεωργία και νομίζει οτι βρήκε τη πριγκήπισσα! Πού να ήξερε ο καημένος με πόσους έχει πάει αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.

- Πωπω είδες τι απίστευτα βυζόμπαλα έχει αυτή;
- Άραξε ρε, φο-βυζού είναι!

Δώσε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 07/03/09)Άλλη μία από wonderbra, πιο ευνόητη γιατί μέχρι να καταλάβω το διπλανό σκάλωσα άσχημα. (από patsis, 08/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.

Πού πας ντυμένος έτσι ρε μουνί της λάσπης; Ουστ!

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο πέος. Μτφ: ο μαλάκας.

- Πήρες τον Παναγιώτη να 'ρθει;
- Δεν θα 'ρθει ο ψωλιόγκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.

- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κανονικά αναφέρεται στην πληροφορική, αλλά συνήθως αναφέρεται στο cyber-sex, το εικονικό σεξ που γίνεται μέσω ίντερνετ.

-Που λες προχτές χτύπησα μια γκόμενα στο τσάτρουμ... -Έλα ρε, πώς;
-Αρχίζουμε την κουβέντα και καταλήξαμε να κάνουμε σάιμπερ.

Η απομυθοποίηση (από Hank, 03/02/09)Επί το έργον (από Hank, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από κορίτσια αγροτικών περιοχών στην ερώτηση «τι εργαλείο είσαι εσύ;». Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώς απάντηση και άλλα γεωργικά αντικείμενα.

(Περνάει η Άννα απ' την πλατεία φτιασιδωμένη και της την πέφτει ένας πορνόγερος...)
- Μωρό μ', τι εργαλείο είσαι εσύ;
- Βαμβακοσυλλέκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.

-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified