Μεγάλο πέος. Μτφ: ο μαλάκας.
- Πήρες τον Παναγιώτη να 'ρθει;
- Δεν θα 'ρθει ο ψωλιόγκος.
Μεγάλο πέος. Μτφ: ο μαλάκας.
- Πήρες τον Παναγιώτη να 'ρθει;
- Δεν θα 'ρθει ο ψωλιόγκος.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.
- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που κανονικά αναφέρεται στην πληροφορική, αλλά συνήθως αναφέρεται στο cyber-sex, το εικονικό σεξ που γίνεται μέσω ίντερνετ.
-Που λες προχτές χτύπησα μια γκόμενα στο τσάτρουμ...
-Έλα ρε, πώς;
-Αρχίζουμε την κουβέντα και καταλήξαμε να κάνουμε σάιμπερ.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από κορίτσια αγροτικών περιοχών στην ερώτηση «τι εργαλείο είσαι εσύ;». Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώς απάντηση και άλλα γεωργικά αντικείμενα.
(Περνάει η Άννα απ' την πλατεία φτιασιδωμένη και της την πέφτει ένας πορνόγερος...)
- Μωρό μ', τι εργαλείο είσαι εσύ;
- Βαμβακοσυλλέκτης.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.
-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.
Got a better definition? Add it!
Αυνανίζομαι, προφανώς η παχιά βγαίνει από το σπέρμα ως παχύρρευστο υγρό.
Αν νομίζεις οτι θα χύσεις απ' τα προκαταρκτικά στο πρώτο ραντεβού μαζί της, τράβα μια παχιά πριν βρεθείτε, να χαλαρώσεις.
Δες και παχιά.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που όλο λέει ότι πηδάει και δεν το κάνει ποτέ.
Όλο για γκόμενες λέει αυτός ότι πηδάει συνεχώς, αλλά μην τον πιστεύεις, ανεμογάμης είναι.
Σύγκρινε με ανεμογάμης στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Κάνω σεξ στα γρήγορα, πριν ζεστάνει η κατάσταση, χωρίς προκαταρκτικά.
Την πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού και της έριξα έναν κρύο και ξεχαρμάνιασα.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα η οποία συλλέγει οτιδήποτε βρίσκεται σε όρθια στάση, κυρίως πούτσες, ανεξαρτήτως σχήματος, μεγέθους και χρώματος. Κάτι σαν φιλοτελιστής.
-Μαρία πόσες πούτσες μάζεψες σήμερα;
-Μόνο μία, ήμουν ντεφορμέ! Εσύ;
-5!!!
-Ο Χριστός κι η μάνα του, εσύ είσαι επαγγελματίας πουτσομαζώχτρα!
-Ναι είμαι, η Professional.
Βλ. και πουτσαρπάχτρα, η.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!