Πληρώνω κάποιον για σεξ. Χρησιμοποιείται και υβριστικά ή κοροϊδευτικά.
Τι 'ταν ετούτ' η ξεβράκωτη που μας έφερε ψες ο γιος σου σπίτι μωρή; Απο πού την ψώνισε, μου λες;
Πληρώνω κάποιον για σεξ. Χρησιμοποιείται και υβριστικά ή κοροϊδευτικά.
Τι 'ταν ετούτ' η ξεβράκωτη που μας έφερε ψες ο γιος σου σπίτι μωρή; Απο πού την ψώνισε, μου λες;
Got a better definition? Add it!
Η παρτούζα με τη συμμετοχή 3 ατόμων μόνο, εξού και η ρίζα τρι-. Το -ολέ πιθανώς από την πανηγυρική κραυγή «όλε!», εκφράζοντας τη χαρά του παρτουζάκια για τη συμμετοχή του σε αυτή. Αλάνικη έκφραση.
- Ρε Θόδωρα σε ζηλεύω! Τί 'ναι αυτά πάλι;! Έκανες τριολέ με Σόνια και Λαμπρινή; Ζαγοραίος!!
- Τι να κάνουμε αγορίνα μου! Δεν είμαστε όλοι σας Μπραντ Πιτ!
Βλέπε και φάση πολυφασική.
Got a better definition? Add it!
(ή τσουλί)
Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).
Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).
Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Got a better definition? Add it!
Έχω να κάνω σεξ... δεν θυμάμαι απο πότε... Άρα πρέπει να μηδενίσω το κοντέρ, το μετρητή του αγάμητου /-ης που μετράει μέρες απραξίας γεμάτες νεύρα.
- Μηδένισες επιτέλους ρε ψηλέ; Δε σε άντεχα άλλο, τα έβλεπες όλα λίρα εκατό.
Got a better definition? Add it!
Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.
- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Φουσκωτή κούκλα με τα ανατομικά και γεννητικά χαρακτηριστικά της γυναίκας, που εξυπηρετεί παθολογικούς αυνανιστές και περιστασιακούς αυνανιζόμενους.
Προτιμάται και από φανατικούς εργένηδες.
Προφανώς, ο όρος προέκυψε απ' το προτέρημα της φουσκωτής έναντι της αληθινής, ν' αναδιπλώνεται και να περιορίζεται, χωρίς πολλά-πολλά, σε μια βαλίτσα μετά τη χρήση.
- Τι μούτρα είναι αυτά ρε Ευγένιε; Μη μου πεις... Τσακώθηκες πάλι με την Τασούλα;
- Άσε ρε Γιωργάκη... ΓΥΝΑΙΚΕΣ... δεν τις ξέρεις ρε; Μ' άρχισε πάλι τα τρελά της, και την έστειλα σούμπιτη... Έτσι όπως πάει, θα ψωνίσω και γω μια απ' αυτές τις μαντάμ ντε σακ ντε βουαγιάζ να βρω επιτέλους την υγεία μου...
Got a better definition? Add it!
Μεγάλο και χονδρό πέος, γρύλος (πολλοί χρησιμοποιούν την φράση, λίγοι το διαθέτουν).
- Φύγε ρε Σταυράκο μη πετάξω έξω το σπαρδαλούπακα σου λέω! Ρε μαζέψε το, το σταυροκατσάβιδο μέσα να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Ο πρωκτός. Συνήθως ακολουθεί ρήμα που δηλώνει βιαιότητα στο σεξ όπως: σχίζω, ξεσκίζω, ξεχαρβαλώνω, γαμώ κτλ, αλλά κυρίαρχο είναι το σχίζω.
Θα σου σκίσω το πρωκτέλι, έτσι και ξαναφωνάξεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified