Selected tags

Further tags

  1. Ο προαγωγός, ο νταβατζής ή ο δουλέμπορος, αυτός που εκμεταλλεύεται θύματα trafficking.

  2. Μεταφορικά, ο συνδικαλιστής που αντί να στοχεύει με τη δράση του στην προάσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων, τους χρησιμοποιεί για να αποκομίσει ατομικά οφέλη. Είναι έτσι σαν να λειτουργεί ως δουλέμπορος αφού εμπορεύεται τους εργαζομένους, καθώς και τις ελπίδες τους, τους οποίους έπρεπε κανονικά να εκπροσωπήσει.

  3. Αστειατόρικα, αυτός που πουλάει σώματα θέρμανσης, εκμεταλλευόμενος την απελπισία όσων δεν μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω ακρίβειας.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman

1. Πελάτης, σωματέμπορος και εκδιδόμενη στην Ελλάδα μετά το 1990.

2.α) ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΒΓΑΙΝΕΣ ΤΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΡΕ «ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΑ» ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ» ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ Η ..ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΟΥ; ΑΪΝΤΕ …ΓΕΙΑ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΑΡΙΣΤΕΡΕ ΤΗΣ ΣΦΑΛΙΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΦΡΑΓΚΟΥ. ΟΥΣΤ…………..

β) Γνωρίζετε πως απαγορεύεται να απολυθεί μέλος , από το προεδρείο του σωματείου εργαζομένων; Μπορεί να απολυθούν εργαζόμενοι, είτε με εθελουσία και ''πακέτο'', είτε με τα ''νόμιμα'' κι άμα γουστάρει; η εταιρεία; Μα ο σωματέμπορας -συνδικαλιστής, παραμένει. Να ζαλίζει τους εργαζομένους, όχι για τα κεκτημένα τους ή τα δικαιώματά τους, μα για το κόμμα.

3. Τώρα με την οικονομική κρίση το μόνο επάγγελμα που αποδίδει χρήματα είναι ο σωματέμπορος. Κανείς δεν αγοράζει πια πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Όλοι αγοράζουν σώματα ηλεκτρικά, ενεργειακά κλπ!!!

(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση χριστιανοσλάνγκ προέλευσης. Δοκίμως, όπως μπορούμε να διαβάσουμε στη Βίκυ, είναι «η δέσμη βασιλικού με την οποία μετά του Σταυρού ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς με το αγιασμένο ύδωρ. Επίσης ομοίως ονομάζεται το επάργυρο «μυροδοχείο» το οποίο έχει σχήμα αχλαδιού ή δακρύου με ψηλό λαιμό, στη άκρη του οποίου φέρονται οπές από τις οποίες και γίνεται το ράντισμα» κυρίως κατά την Μεγάλη Παρασκευή.

Σλανγκικώς και βλασφήμως είναι ο άγιος πέων κατά τις δύο λειτουργίες του, δηλαδή την ούρηση και την εκσπερμάτωση. Ως προς την πρώτη, λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις, όπου άγαρμπος ων ο χειριστής του πέοντος ραντίζει και επιφάνειες, που δεν πρέπει να ραντίσει. Ως προς την δεύτερη, βλ. τον διεξοδικό ορισμό του Γκατσανδρός στο λήμμα αγιασμός. Το εφέ της έκφρασης βέβαια έγκειται στο ότι περιβάλλει με θεϊκή αξία τον πέοντα ανακαλώντας παγανιστικές μνήμες λατρείας του θεϊκού φαλλού, αναμειγνύοντάς τες με ένα ελληνοχριστιανικό σαββοπουλαριστοφανικό ζενεσεκουά.

- Ε σιγά με την αγιαστούρα, μούτι μας έκανες! (Από την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Beautiful People», όπου η γκοντορελιά του τζιναβονησίου έχει ως αποτέλεσμα το σκόρπισμα της χρυσής βροχής κατά την διάρκεια υπαίθριας ούρησης).

"Θεούλη του φαλλού, μωράκι", άσμα του Διονύση Σαββόπουλου σε κόντεξτ βλάσφημης αριστοφανικής τροπής ελληνοχριστιανικών μοτίβων. (από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανισμός προς χάριν άλλου προσώπου το οποίον μας παρέχει ισχυρόν ερέθισμα: «Κάθε μέρα για σένα τον παίζω Κούλα μου, γιατί είσαι σκέτη κάβλα».

Θεωρείται σαν κομπλιμέντο, σε στυλ άμα λέτε «καλό, ηθικό και έξυπνο κορίτσι είσαι» σε μια γκόμενα, αυτή λέει μέσα της «καλά, νομίζει ότι είμαι του κατηχητικού αυτός ο μαλάκας;» Ενώ αν τον παίζετε για πάρτη της σας εκτιμά σαν αλανιάρη και νιώθει υπερήφανη γιαί είναι γυναίκα που καυλώνει τους άλλους.

Χρησιμοποιείται και ηλεκτρονικά στο φατσοβιβλίο για να διεγείρετε την γυναίκα που θέλει να νιώσει πουτάνα.

Καριόλα Άντζελα με καύλωσες και τον παίζω για σένα μια βδομάδα τώρα.

Δες ακόμη: την παίζω και κλαίω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνί με κουκιά. Ειρωνική απάντηση στην ερώτηση: «Τι θα φάμε;».

-Ρε παιδιά, πείνασα. Έχετε τίποτα να φάω;
-Αμέ, μουνοκούκι!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται κι έτσι το πολυτραγουδισμένο μουνί.

Κατ' αρχήν, ειλικρινώς, σε ιδιώματα που έχουν την τάση να κόβουν τα φωνήεντα. Δευτερευόντως, από αστειάτορες που ειρωνεύονται την υποτιθέμενη βλάχικη εκφορά του μουνιού, ή απλώς είναι κορεκτίλες και δεν θέλουν να πουν όλη την λέξη κανονικά, οπότε κάνουν αυτήν την ντεμέκ αυτολογοκρισία είτε προφορικώς είτε στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Βλ. και αμνί.

  1. Αχ μάνα μου, μάνα μου με τρώει το μνι
    ξύστο για να βγάλ' μαλλί
    Άι ντουμουντούμ, άι ντουμουντούμ κι τ' αρχίδια μας γρατζουνούν. (Από σκωπτικό άσμα)

  2. πονος στο μνι.
    Λοιπον θα μπω κατευθειαν στο θεμα.
    Οχι εγω, μη χαιρεστε, μια φιλη μου εχει ενα μικρο προβληματακι.
    (Η συναρπαστική συνέχεια στο Κοσμοπόλιταν)

(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση νέας κοπής, όπως τα δύο θήλεα νέας κοπής που την είπαν σε διάσημο πλέον βιντεάκι στο συσιφόνι. Περιγράφει μια κατάσταση όπου το μνι μιας γυναίκας ή άλλου κλαψομούνη ταράζεται, συγκλονίζεται από ένα κράμα ηδονής και οδύνης, ζουισάνς, σοκ και πέους, υπαρξιακού ταρακουνήματος λόγω ευαισθησίας. Δεν ξέρουμε αν η έκφραση θα καθιερωθεί, πάντως έχει σίγουρα κάνει το γύρο του διαδικτύου.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

- Τα στάτους τα γαμημένα που βάζεις, που μου το παίζεις ευαίσθητη. Στο ορκίζομαι, σου το λέω συγκινήθηκε το μουνί μου ρε φίλε! Δάκρυσε! Να δες ρε μαλάκα!
- Το είδα, το είδα, το ακούμπησα κιόλας
- Δάκρυσε ρε στο ορκίζομαι, Βαρβάρα! Με συγκίνησες ρε φίλε. (Δες)

Στο 4.00 (από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.

- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.

Από το άρθρο του Λύο στο Πρόταγκον (από Khan, 01/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ατάκα οικοδόμου ανεβασμένου σε σκαλωσιά προς διερχόμενο Λιλιαν. Κλάσεις ανώτερο απο light ατάκες τύπου «τι μωρο εισαι συ;», «γειά σου τσολιά μου» η το γνωστό τρίπτυχο τι βυζάρες, τι κωλάρα, τι μουνάρα εισαι συ κτλ. Προορίζεται μόνο για τα κορυφαία μωρά, το δέκα το καλό. Εξάλλου δεν θα έφτανε ποτέ ο καραστρέϊτ οικοδόμος να πεί τέτοιο πράγμα για μια οποιαδήποτε τυχαία γκόμενα.

Το γνωστό Λιλιαν, με χαμηλοκάβαλο τζινάκι, να φαίνεται το στρινγκ και το tribal τατουαζ στη μέση, περνάει μπροστά απο υπο ανέγερση οικοδομή. Ο καλουπατζής σκαρφαλωμένος στη σκαλωσιά τη μπανίζει και ακολουθεί η παρακατω στιχομυθία:

Καλουπατζής: Πω πω πω τί παιδί είσαι συ μωρό μου!
Λίλιαν (χαμογελαστή): Σας παρακαλώ! Δεν σας επιτρεπω!
Καλουπατζής: Φέρε μου την ψωλή που σε γαμάει μωρό μου να της κάνω τσιμπούκι!

(από slangprof, 31/01/14)(από slangprof, 31/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται και ως πολύ βαριά σεξιστική βρισιά για ερωμένη/ο, που θεωρείται καφρικώς ότι χρησιμοποιείται ως δοχείο εκκένωσης των σεξουαλικών εκκρίσεων, τ. σπερματοδοχείο, σπερματοκανάτα και άλλες παρόμοιες καφρο-κίνκι καταστάσεις.

- Σιγά τον μπιντέ που γαμάς, όλη η γειτονιά την έχει χύσει! (Από την ίνσταντ καλτ ταινία «Με την Ψυχή στο Στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, προφανώς πρόκειται για διάλογο με μαλάκα τάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified