Selected tags

Further tags

Έκφραση νέας κοπής, όπως τα δύο θήλεα νέας κοπής που την είπαν σε διάσημο πλέον βιντεάκι στο συσιφόνι. Περιγράφει μια κατάσταση όπου το μνι μιας γυναίκας ή άλλου κλαψομούνη ταράζεται, συγκλονίζεται από ένα κράμα ηδονής και οδύνης, ζουισάνς, σοκ και πέους, υπαρξιακού ταρακουνήματος λόγω ευαισθησίας. Δεν ξέρουμε αν η έκφραση θα καθιερωθεί, πάντως έχει σίγουρα κάνει το γύρο του διαδικτύου.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

- Τα στάτους τα γαμημένα που βάζεις, που μου το παίζεις ευαίσθητη. Στο ορκίζομαι, σου το λέω συγκινήθηκε το μουνί μου ρε φίλε! Δάκρυσε! Να δες ρε μαλάκα!
- Το είδα, το είδα, το ακούμπησα κιόλας
- Δάκρυσε ρε στο ορκίζομαι, Βαρβάρα! Με συγκίνησες ρε φίλε. (Δες)

Στο 4.00 (από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.

- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.

Από το άρθρο του Λύο στο Πρόταγκον (από Khan, 01/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ατάκα οικοδόμου ανεβασμένου σε σκαλωσιά προς διερχόμενο Λιλιαν. Κλάσεις ανώτερο απο light ατάκες τύπου «τι μωρο εισαι συ;», «γειά σου τσολιά μου» η το γνωστό τρίπτυχο τι βυζάρες, τι κωλάρα, τι μουνάρα εισαι συ κτλ. Προορίζεται μόνο για τα κορυφαία μωρά, το δέκα το καλό. Εξάλλου δεν θα έφτανε ποτέ ο καραστρέϊτ οικοδόμος να πεί τέτοιο πράγμα για μια οποιαδήποτε τυχαία γκόμενα.

Το γνωστό Λιλιαν, με χαμηλοκάβαλο τζινάκι, να φαίνεται το στρινγκ και το tribal τατουαζ στη μέση, περνάει μπροστά απο υπο ανέγερση οικοδομή. Ο καλουπατζής σκαρφαλωμένος στη σκαλωσιά τη μπανίζει και ακολουθεί η παρακατω στιχομυθία:

Καλουπατζής: Πω πω πω τί παιδί είσαι συ μωρό μου!
Λίλιαν (χαμογελαστή): Σας παρακαλώ! Δεν σας επιτρεπω!
Καλουπατζής: Φέρε μου την ψωλή που σε γαμάει μωρό μου να της κάνω τσιμπούκι!

(από slangprof, 31/01/14)(από slangprof, 31/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται και ως πολύ βαριά σεξιστική βρισιά για ερωμένη/ο, που θεωρείται καφρικώς ότι χρησιμοποιείται ως δοχείο εκκένωσης των σεξουαλικών εκκρίσεων, τ. σπερματοδοχείο, σπερματοκανάτα και άλλες παρόμοιες καφρο-κίνκι καταστάσεις.

- Σιγά τον μπιντέ που γαμάς, όλη η γειτονιά την έχει χύσει! (Από την ίνσταντ καλτ ταινία «Με την Ψυχή στο Στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, προφανώς πρόκειται για διάλογο με μαλάκα τάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το ψωλάρχιδο, δηλαδή το όλο σύμπλεγμα πέους και όρχεων που χρειάζεται μία ενιαία λέξη για να χαρακτηριστεί. (Έτσι είναι οι οικογένειες).

ME EMAS KANATE TO KATHIKON SAS. TORA OMWS EXETE GRAPSEI THN «ISTORIA» SAS (THN POIA;;) STA ARXIDOPSOLA SAS. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στις χειμωνιάτικες μέρες που έξω βρέχει ή χιονίζει και κάνει κρύο, το ζευγάρι δένεται περισσότερο μέσα στην ζέστη του σπιτιού (όσοι έχουν θέρμανση) και κάνουν διάφορα πράγματα.

- Πάμε κανά σινεμά τσιμπητέ;
- Πού να τρέχουμε μέσα στην καταιγίδα; Θα κάτσουμε μέσα με την Λούλα. Κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά!

Σχετικοάσχετο (από Khan, 26/01/14)

Καιροί για έρωτες: κάνει κρύο, καιρός για δύο, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκαρσονιέρα για πήδημα...

Έχω μια πηδηχτρώνα μεγάλε, δεν την ξέρει κανείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified