Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Βλ. και βρωμόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.
Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.
Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.
"Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)
- Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.
Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.
- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;
Got a better definition? Add it!
Περιλαμβάνει το Χαμούρα και το Σιχαμένη.
Η μέτρια προς άσχημη γυναίκα που είναι πονηρή, μοχθηρή και εύκολη. Έχει μια τάση να κριτικάρει μπροστά ή πίσω από την πλάτη του άλλου, επικαλούμενη την ηθική των άλλων γυναικών. Όμως είναι η πιο ξιπασμένη και σιχαμένη ως προς το πως την μεταχειρίζονται αυτή τα αρσενικά.
-Όσο ήμασταν στο μαγαζί παρακολουθούσε το μπάρμαν πότε πηγαίνει τουαλέτα για να πάει, μπας και του πάρει πίπα. -Και αυτός; - Δεν της έδινε σημασία. - Είναι σιχαμούρα τελικά η Ελένη και μας έλεγε παρτόλες τις φίλες της.
Got a better definition? Add it!
Όπως λέγεται και στο συνώνυμο μουνόπανο, πρόκειται για λέξη πολύ μεγάλης υβριστικής ισχύος. Εδώ, με τον συνδυασμό του δόκιμου και επιστημονικού αιδοίου με το πανί, το αποτέλεσμα είναι επιθετικότερο και κατά τι κίνκι.
Πανε να συμπληρωσεις κανενα ενσημο με κανονικη εργασια, αιδοιοπανο ε αιδοιοπανο! (εδώ)
αχ τι ωραια! μου θυμιζει και τη δικια μου πρωτη φορα στο γηπεδο σε ενα παιχνιδι β εθνικης που εληξε με ενα ξερο 0-0 και το μονο που ακουγα ητανε πουτ@ν@ς γιε, αιδοιοπανο, μαλακα κλπ (εδώ)
Στο ΟΑΚΑ σήμερα στο ματς ΑΕΚ-Ατρόμητος επιτέθηκαν χρυσαύγουλα στο Στρατούλη... Εξέδωσε ανακοίνωση και ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ξεφύγει τα αιδιόπανα. (εδώ)
Αυτό το αιδιόπανα του Τράγκα για τους τροικανούς πολύ μου άρεσε. (εδώ)
Λοβέρδος: "Η ΧΑ είναι το πρώτο κίνημα(!!!) που γεννιέται αυθεντικά μετά την μεταπολίτευση" http://www.skai.gr/player/TV/?MMID=236859 …
18:30'' Σοσιαληστής!!!
- ψαχνει θεση σε επικρατειας το αιδοιοπανο. (εδώ)
Πλοκ ρε αιδοιόπανο που θα μου κάνει κ ρτ ο κανέκος! Για ένα κούτελο ζάμε γαμώ τη γκενωνία (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Αυτή που της αρέσει να της γεμίζουν τον κώλο ωμό κρέας.
Got a better definition? Add it!
Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:
1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)
1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες
3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!