Further tags

Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.

Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.

Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.

Ασίστ: AN21

- Ομιτζίθρα! Η Mes είπε Ζερβίνιο και όχι Θερβίνιο!! Ου λα λα!
(από εδώ)

- Dogs anime! Ομιτζίθρα! Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Αν το πάρει αξιοπρεπές studio, έχουμε ελπίδες!
(από εδώ)

- omitzithra!
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παραλλαγή του πρωκτικού σεξ εις την οποίαν αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ο πέων αλλά μικρός πόντικας τ. meriones unguiculatus (gerbil).

Πρωκτόκολλο του τρωκτικού σεξ (αγγλιστί, gerbilling): Αφού αφαιρεθούν νύχια και δόντια με λιλιπούτεια χειρουργικά παραφερνάλια, ο εισπρώκτωρ πετσοπάς εισάγει το ζούδι εντός του ορθού του, όπου αυτό ορύσσει ενστικτωδώς, προκαλώντας έντονη διέγερση. Την κλιμάκωση του οργασμού επιφέρουν τα επιθανάτια τινάγματα του άτυχου τρωκτικού.

Κατ' ισχυρισμό του διεθνούς τύπου, ο ηθοποιός Richard Gere είναι μεγάλη ποντικοπνίχτρα και τρωκτικάντζα, ο δε ποπός του προ ετών έτεκεν μυν σε μονάδα επειγόντων περιστατικών στην Καλιφόρνια.

Ορισμένοι σκεπτικιστές, αλλά και σωμάτια ΛΟΑΤ, ισχυρίζονται ότι το τρωκτικό σεξ αποτελεί αρρωστημένο και ομοφυλοφιλοεχθρικό αστικό μύθο.

Πέρι: - Πού είναι οι πραγματικοί άνδρες ρε παιδί μου, έχει γεμίσει ο τόπος με γιαουρτομούνες λούγκρες και βερμουδιάρηδες αρκούδους...

Βαγγέλης: - Ξεκόλλα ρε, άσ' τον Πιερ να κωλογαμιέται με τον Καυλαγόρα! Καιρός να ψαχτείς...να’ σπώ κάτι στ’ αυτί: ...ψουψουψου...το τρωκτικό σεξ...μουμουμου...γούτσου-γούτσου ο ποντικομικρούλης...ψουψουψου....

Πέρι: - Ουαααου, είσαι θεά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως έχω ήδη αναφέρει εδώ, όταν σε προσπεράσει η ευκαιρία είναι πλέον αργά για να την πιάσεις. Το λήμμα χρησιμοποιείται από κάποιον παρατηρητή, όταν ζητηθεί η γνώμη του για μια ευκαιρία που χάθηκε, από αυτόν που την έχασε.

Το σκατό θεωρείται και είναι για τον άνθρωπο αυτό που σημαίνει και η λέξη περίττωμα, το αποβάλουμε από τον οργανισμό μας ως περιττό και ως τέτοιο μας είναι παντελώς άχρηστο. Με το «τώρα φάε σκατά» ο παρατηρητής εννοεί:

1ο ότι είναι πιο πιθανό να φας σκατά από το να αδράξεις την χαμένη ευκαιρία
2ο Τώρα που έχασες αυτή την μεγάλη ευκαιρία, το να φας σκατά είναι ότι καλύτερο μπορείς να ελπίζεις πια.

-Άσε φίλε, χρωστάω στην εφορία, στο ΤΕΒΕ, έχω μερικές επιταγές και κέρδισα και στο λαχείο τον πρώτο λαχνό.
-Άρα όλα καλά.
-Έτσι νόμιζα και εγώ αλλά (κλαψ) η κυρά έπλυνε το άσπρο πουκάμισο και το λαχείο ήταν στο τσεπάκι. (μπουχουχού)
-Ε! τι να σου πω... τώρα φάε σκατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να ένα ενδιαφέρον λήμμα με ποικίλες έννοιες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις και αναλόγως με τα συμφραζόμενα αλλάζει εντελώς η σημασία του.

Α. Χρησιμοποιείται συχνότατα για να δηλώσει αδιαφορία (παράδειγμα 1). Πράγμα παράξενο γιατί το να χεστεί κανείς θα έπρεπε λογικά να τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Προσοχή! Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το συγχέουμε με τη φράση χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί -αν και ίσως έχουν κοινή ρίζα– επειδή υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους. Με το χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, δηλώνουμε ότι αδιαφορούμε για ένα γεγονός το οποίο θεωρούμε ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής μας (άλλωστε αυτή που χέστηκε είναι η Φατμέ και όχι εμείς). Απαξιώνουμε δηλαδή εντελώς το γεγονός (παράδειγμα 2α). Με το χέστηκα απ’ την άλλη, δηλώνουμε την αδιαφορία μας, η οποία όμως δύναται να αναφέρεται ακόμα και σε ένα αντικειμενικά σημαντικό γεγονός (παράδειγμα 2β).

Β. Μια άλλη χρήση που παίρνει ο όρος, είναι για να δηλώσει αφθονία - πλούτο αντικειμένων, αγαθών ή και χρημάτων. Όπως δηλαδή το σκατό πλημμυρίζει το βρακί του χεσμένου, με τον ίδιο τρόπο υποτίθεται ότι κατακλύζεται και ο χρήστης του όρου με το αντικείμενο της πρότασής του (παράδειγμα 3).

Γ. Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης για να φανερώσει μεγάλο φόβο. Όταν ο άνθρωπος τρομάξει υπερβολικά, είναι πιθανό να χαλαρώσουν οι μυς του και να ανασταλούν κάποιες ακούσιες λειτουργίες του οργανισμού, εν προκειμένω η λειτουργία του σφιγκτήρα του πρωκτού (παράδειγμα 4).

Δ. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ανείπωτη χαρά. Ευτυχία στον υπερθετικό βαθμό (παράδειγμα 5).

Χαριτωμένη προσθήκη: Ένα επιπλέον έψιλον στην αρχή του ρήματος δίνει περισσότερη ενέργεια και λάμψη! (παράδειγμα 1)

Παρόμοιες έννοιες μπορεί να έχει και το «κατουρήθηκα», κυρίως στις περιπτώσεις Γ και Δ («κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου», «κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου») και σπανιότερα στις περιπτώσεις Α και Β.

Επιπλέον το «κατουρήθηκα» έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι κάτι μας φάνηκε αστείο και γελάσαμε πάρα πολύ (κατουρήθηκα απ’ το γέλιο).

Παράδειγμα 1
- Το βράδυ έχει πάρτυ ο Αντρέας.
- Χέστηκα.
- Έλα ρε μαλάκα, θα έρθει και ο Δώρος.
- Εχέστηκα!
- Θα ’ναι και ο Αντώνης…
- Εεεεχέστηκα σου λέω!
- Α, δε σού ’πα… Θα είναι και η Λίλιαν.
- Τι ώρα είπαμε ότι θα μαζευτούμε;

Παράδειγμα 2α
- Ξέρεις τι έμαθα χθες; Η Μαρίκα στο γάμο της έβαλε νυφικό φούξια!
- Τι μου λές βρε παιδί μου; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί…

Παράδειγμα 2β
- Μαλάκα μου, βγες γρήγορα από τη θάλασσα. Μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο ότι το λιμενικό εντόπισε ένα κοπάδι καρχαρίες να κυκλοφορούν στην περιοχή.
- Χέστηκα! Τόσους μήνες περίμενα πώς και πώς να κάνω ένα μπανάκι. Δε βγαίνω και ας έρθουνε να μου φάνε τ’ αρχίδια…

Παράδειγμα 3
- Βρε μαλάκα, όλο το βράδυ γελάς σα χάχας. Έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά! Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;
- Άσε! Χέστηκα στο τάλιρο! Τώρα με το φόβο για τη νέα γρίπη και καλά, πουλάω στο φαρμακείο κάτι αντισηπτικά και μαλακίες για τα χέρια 300% πιο ακριβά και έχω κονομηθεί πολύ άσχημα!

Παράδειγμα 4
- Μ Π Α Μ !!!!
- ΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧ!!!!
- ΜΟΥΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑΑΑ! Σκιάχτηκες ορέ;
- ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!!!! ΧΕΣΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΜΟΥ!!!!

Παράδειγμα 5
- Χαρούμενη σε βλέπω κυρία Ζέτα μου.
- Μόνο χαρούμενη; Χεσμένη απ’ τη χαρά μου είμαι κυρία Λέλα μου!
- Αλήθεια; Και γιατί παρακαλώ;
- Δέχτηκαν τον κανακάρη μου σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας για μεταπτυχιακό!
- Συγχαρητήρια! Σε ποιο πανεπιστήμιο;
- Κάτσε να δεις… πώς μου το είπε… Α, ναι! Στο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι. Λέμε πχ «έλα δω μωρό μου να σου κάνω ένα κλύσμα» ή: «της πάτησα ένα κλύσμα που θα της μείνει αξέχαστο».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κλύσμα είναι απαραίτητο να προηγηθεί του πρωκτικού σεξ, για να φύγουν μικρόβια κλπ. Άσχετα αν οι πιο πολλές γκόμενες δεν το κάνουν.

Και μεταφορικά: «παίξαμε τάβλι με τον Πάνο και του έκανα κλύσμα».

Δες ορισμό.

Δες και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι πηγαίνει στραβά ή όταν γίνεται μια μαλακία τέλος πάντων.

  1. - Έχασα το κινητό μου προχτές... - Κωλίλα ρε φίλε...

  2. Παίχτηκε κωλίλα το πρωί... έχασα το αεροπλάνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος έχει πιει πολλές μπύρες και τον έχει πάει αίμα ή πολύ απλά έχει φουσκώσει.

- Τι έχεις ρε Θρασύμβουλα;
- Γάμησε τα και άφησέ τα, κατέβασα μισό καφάσι Heineken και με έχει πιάσει μπυροκολιάτζα..

(από GATZMAN, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τιραμισουρεαλιστική έκφραση.

Απαντάται συνήθως υπό μορφήν ερώτησης, ρητορικού τύπου: Μα καλά ρε μαλάκα, εσύ τη μαρμελάδα στ' αυτιά τη βάζεις; Ή ως νουθεσία: Σου 'χω πει τόσες φορές, τη μαρμελάδα την τρώμε, δεν τη βάζουμε στ' αυτιά μας... Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται αντί μαρμελάδας η πολυαγαπημένη μερέντα: Το ξέρουμε ότι σ' αρέσει η μερέντα, αλλά μπορείς τουλάχιστον να μην τη βάζεις στ' αυτιά σου;

Η αιτία της επίπληξης προφανής. Κάτι είπαμε στον άλλο, κι αυτός δεν το άκουσε, είτε επειδή ήταν αφηρημένος είτε επειδή όντως έχει κάποιο ψιλοπροβληματάκι με την ακοή του, που πιθανόν ακόμη να μη γνωρίζει. Και αντί λοιπόν να μας απαντήσει επί της ουσίας, βγάζει ένα μακρόσυρτο όσο και σπαστικό «Τίιιιιιι;;» που μας κάνει να τα πάρουμε στο κρανίο και να του τα χώσουμε δεόντως.

Συναφείς εκφράσεις

  1. Κουφάλογο. Κομματάκι βαρύ και ενδεχομένως προσβλητικό.
  2. Βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά. Κι αυτή η έκφραση είναι δηλητηριώδης, καθώς τα λιπαρά γράσα παραπέμπουν στο κερί που σχηματίζεται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού και δυσχεραίνει την ακοή. Είναι σαν να λες στον άλλο ότι είναι βρωμύλος και δεν πλένει τ' αυτιά του.
  3. Περήφανος στ' αυτιά. Ήπια σχετικά έκφραση, μάλλον μπαμπαδίστικη.
  4. Τα αυτιά σου τα πέτσινα.

Σημειωτέον ότι ποτέ δεν χρησιμοποιούμε τα ανωτέρω όταν προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με έναν πραγματικά κουφό, άτομο δλδ με αποδεδειγμένα προβλήματα ακοής. Εκτός αν είμαστε τελείως κάφροι, ασεβείς και κανίβαλοι.

Τέλος, παραμένει άλυτο μυστήριο το γιατί κανείς να επιλέξει να τοποθετήσει τη μαρμελάδα στ' αυτιά του αντί να τη φάει. Μήπως για να μην παχύνει; Και γιατί δεν λέγεται κάτι αντίστοιχο και για τα μάτια, όταν δλδ κάποιος αδυνατεί να διακρίνει κάτι που του δείχνουμε;

— Πήδηξα που λες εκείνο το γκομενάκι που είχαμε γνωρίσει τις προάλλες...
— Τιιιιιί; Ξαναπές το μία, δεν σ' έπιασα, έχει και πολλή βαβούρα εδώ...
— Ε ρε μαρμελάδα στ' αυτιά που 'χει πέσει...
— Τι είπες πάλι; Μίλα πιο δυνατά ρε...
— Ρε δε μας γαμάς λέω γω βραδιάτικα, βαρηκοΐα και πάσης Ελλάδος...

Δοχείο συλλογής μαρμελάδας στην υποσαχαρική Αφρική (από Vrastaman, 02/10/09)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα, τίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ακολουθεί μεγάλο μπλιάχ και ίου).

Τυρόπιπα λέγεται κοροιδευτικά και καλούα η τυρόπιτα. Βέβαια, ως σλανγκισταί και γενιά που μεγάλωσε με σαΐτες και τα ρέστα, εμείς θα δώσουμε το κάτι άλλο στη λέξη ετούτη.

Τυρόπιπα λοιπόν είναι η πίπα, η οποία γίνεται σε ματζαφλάρι το οποίο έχει τσακωθεί με τα σαπούνια άρα έχει μαζέψει αρκετό τυρί. Τόσο που θα το ζήλευε και τυρόπιτα!

(Μπλιαχ ε; Εγώ προειδοποίησα πάντως!)

  1. (στο κυλικείο)
    -Μια τυρόπιπα!
    -Ε; Τι;
    -Σέντρα. Μια τυρόπιτα λέω!!!
    -Άαα...

  2. -Πώς ήταν ο Θρασύλαος Λουκία μου;
    -Ένα θα σου πώ Μαράκι...τυρόπιπα.
    (Το Μαριώ ξερνάει ανεξέλγκτα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το παρουσιαζόμενο ως μεγάλο επίτευγμα, τελικά δεν είναι και τόσο σημαντικό.

Βλ. και σκατόρθωμα.

Μεγάλα παιδιά είστε, δεν χρειάζεστε παραδείγματα.

Δες και Κουραδόκαστρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified