Further tags

Χλίμπι χλίμπι είναι η βρώμα η μπίχλα που εμφανίζεται ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, κυρίως μετά από αρκετό καιρό απλυσιάς και παραμονής σε κλειστά παπούτσια. Συνήθως έχει ένα γκριζομαύρο χρώμα και μια χαρακτηριστική «ξινή» οσμή.

Από τραγούδι των Ημισκουμπρίων «Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία»:

«ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΟΧΙ ΣΕΞ ΟΧI ΚΑΠΟΤΕΣ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΙ ΑΚΤΕΣ. ΠΑΛΙΟ ΤΥΡΟΒΡΟΜΙΚΟΥΛΟΙ. ΜΕ ΤΑ ΧΛΙΜΠΙ ΧΛΙΜΠΙ ΣΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝΕ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.

Ιδέα Ιωνά.

Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.

Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...

Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ε δεν φταίω εγώ που πάλι θα μιλήσω για αηδίες, η κροκοδειλίτσα το έθεσε στο ΔΠ (καλωσορίσατε κυρία μου).

Λοιπόν, το σφιχτοκούραδο είναι η πεμπτουσία ενός πολύ δύσκολου πρωινού χεσίματος. Είναι συνήθως ένα κουραδάκι τόσο δα, τύπου ποντικοκούραδο, το οποίο μετά από πολύ κόπο (δεν το πιάνει καλά ο σφιγκτήρας) βγαίνει και κάνει πλιτς, μόνο και μόνο για να μας πει «καλημέρα, έχεσες πάλι σήμερα, δεν είναι ότι έχεις πρόβλημα, απλώς δεν είναι πολλά, μπορείς να πας στη δουλειά σου».

Μπορεί όμως να είναι και μια αυτοκρατορική κουράς, σφιχτή και βαριά, απ' αυτές που πέφτουν με αντήχηση που θυμίζει ομοβροντία και κατόπιν εξαφανίζονται στο βάθος του απόπατου προτού καλά-καλά προλάβεις να σηκωθείς -κι έτσι όταν κοιτάς μέσα στη χέστρα δεν βλέπεις τίποτα.

Το σφιχτοκούραδο συνήθως μας ταλαιπωρεί πολύ. Πρώτ' απ' όλα μέχρι να φτάσει στο ορθόν, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση, μελέτη, γιόγκα, αυτοανάλυση, αυτοσυγκέντρωση, αυτομασάζ, αναπνοές. Θα προηγηθούν οπωσδήποτε εισαγωγικές κλανιές που ανακουφίζουν την περιοχή ώστε να μπορέσει η κουράς να πέσει. Και μόοολις ξεμυτίσει, μας έσκισε. Γιατί είναι σκληρό. Γιατί προεξέχουν διάφορα πράγματα τα οποία δεν θέλουμε να ξέρουμε τι είναι και γιατί δεν τα καλοχωνέψαμε. Γιατί πιάνει τις αιμοροΐδες μία μία και τις ξεκάνει. Γιατί οι κοιλιακοί και τα λοιπά σωθικά μας έχουν παίξει να προσπαθούν. Και μετά απ' όλο αυτό, στάζει κι ένα δάκρυ.

Αν είναι μικρούλι το σφιχτοκούραδο, απλώς γαργαλάει λιγουκάκι. Μας αφήνει όμως με την έκφραση μη ικανοποίησης στη μούρη. Ότι δεν χέσαμε καλά σήμερα.

Όλα τα παραπάνω αφορούν κυρίως τα σερνικά σφιχτοκούραδα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και θηλυκά. Στα θηλυκά, είναι σχεδόν όλες τις φορές θέμα δυσκοιλιότητας. Έχεις μαζέψει μέρες ολόκληρες και δεν μπορείς. Στα αρσενικά όμως, πολύ συχνά είναι θέμα διατροφής.

Η μπόχα του σφιχτοκούραδου είναι χαρακτηριστική. Είναι πολύ περιεκτική και κατά περίεργο τρόπο θυμίζει την μπόχα του παιδικού σκατού, ε φτάνει πια μας αηδίασες, γράψε και για τίποτ' άλλο, γράψε για την τριανταφυλλίλα, ναουμ.

- Τι σκατά έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα σήμερα που βιάζομαι ρε πστ!
- Πάλευα με ένα σφιχτοκούραδο. Μ' έσκισε το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεκάνη στα μπουρδέλα για το πλύσιμο μετά ή πριν την συνουσία. Αυτός που το διαπράττει είναι ο λεκανατζής, που λέγεται και μπαμιάκιας και πουστράκι λεκανηφόρο. Δηλαδή ο βοηθός της μαντάμας.

Πηγή: Χότζας, η χαρά του κάβουρα.

Ο σεφ λεκανατζής σήμερα προτείνει: μπάμιες με φέτα. Παραδοσιακό φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λέξεις είναι οχήματα εικόνων. Μεταφορικώς, η κουράς πήρε το tube (κωλάντερο) για να βγει στην παραλιακή, πλην όμως, ένεκα στομαχικών διαταραχών, κατέληξε, αντί του πυθμένος, περιπατούσα εις την επιφάνειαν των υδάτων, χωρίς υποχρεωτικώς να ομιλούμεν διά την Νεκράν θάλασσαν, που γινόσαντε παλιά, τέτοια θάματα... Δηλαδή, πρόκειται περί τσίρλας, ουχί όμως υπό την μορφήν μίλκου, εκτοξευομένου κατά την μέθοδον της σερπαντίνας, αλλά για αφράτο μόρφωμα, που προσιδιάζει μάλλον εις την βιοχλαπάτσαν, χρώματος μουστάρδας ντιζόν ή μερέντας.

Προέρχεται ευλόγως εκ του: κουράς (-δος) + πελτέ(ς) (= πηχτή ντομάτα σάλτσα μετά ή άνευ κομματακίων).

Ποιος βρωμύλος ξέχασε να τραβήξει το καζανάκι; Έχει αφήσει έναν κουραδοπελτέ και ζέχνει όλο το σπίτι. Ουστ γιούφτοι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.

Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .

Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»

Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».

Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !

Αγγλιστί: whoopee cushion

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ωραιότατα διακοσμητικά κακάδια της μύτης ή τα κομμάτια κεριά των αυτιών –που η κιτρινίλα και η ωρίμανση ταυτίζεται με αυτήν των κεριών εκκλησίας– που ξεπροβάλλουν ευθύς μόλις φτάσεις κοντά στον θησαυρούχο τυροβρωμίκουλα.

- Μαλάκα δεν ξαναπατάω χημεία...
- Γιατί ρε;
- Άσε ρε με τον βρωμιάρη έρχεται αράζει δίπλα μου, και ο κρυμμένος θησαυρός της μύτης του βγάζει μάτι. Άσε που προχθές τον ξέθαψε και μου άφησε και μερίδιο στην πλάτη!!!!

Δες και ψάχνω για θησαυρό στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίτσα αποκαλείται ένα πατημένο ζώο πάνω στην άσφαλτο. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να συναντούμε πολύχρωμες, ανάγλυφες, ανώμαλες επιφάνειες πάνω στο δρόμο, με κόκκινο ξεραμένο αίμα δίκην σάλτσας περιχυμένο πάνω και γύρω από το νεκρό ζώο που έχει απλώσει σαν φύλλο από τις ρόδες του οχήματος που πέρασαν από πάνω του.

Οι συνηθέστερες πίτσες που συναντά ένας οδηγός στους ελληνικούς δρόμους ποικίλλουν ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή και την χρονική περίοδο, αλλά ανάμεσά τους οπωσδήποτε ξεχωρίζουν η πίτσα-σκύλος, η πίτσα-γάτα, η πίτσα-ασβός, η πίτσα-λαγός, η πίτσα-σκαντζόχοιρος και η πίτσα-φίδι. Υπάρχουν ακόμη η οικογενειακού μεγέθους πίτσα-ζαρκάδι και πίτσα-αρκούδα, ενώ συχνά κάνει την εμφάνιση της και η ατομική πίτσα-σαύρα.

— Πρόσεξε μη πατήσεις την πίτσα μπροστά!
— Την είδα.

πίτσα-αρουραίος (από allivegp, 20/08/09)πίτσα-λαγός... (από BuBis, 21/08/09)μια πίτσα περιστέρι με απ\'όλα... (από BuBis, 21/08/09)(από Vrastaman, 23/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.

Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.

Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.

Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.

Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...

(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified