Άλλη έκφραση όσον αφορά τη διάρροια... Εμπνεύστηκε διότι κατά την εκτόξευση των υγρών περιττωμάτων κολλάει στην λεκάνει σα να έχει σπατουλαριστεί...
-Πω πω φίλε, έριξα ένα σπατουλαριστό... Τι να κάνω; Ήμουν άρρωστος...
Άλλη έκφραση όσον αφορά τη διάρροια... Εμπνεύστηκε διότι κατά την εκτόξευση των υγρών περιττωμάτων κολλάει στην λεκάνει σα να έχει σπατουλαριστεί...
-Πω πω φίλε, έριξα ένα σπατουλαριστό... Τι να κάνω; Ήμουν άρρωστος...
Got a better definition? Add it!
Κομφετί = διάρροια, κόψιμο.
- Πώπω μάγκα, με πήγε κομφετί.
- Άσε ρε φίλε, πολύ κωλοκατάσταση...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δουλεύει σε ορυχείο, ο μάινερ.
- Τι καινούριο χόμπι είναι αυτό του Γιώργου... Αηδία, σκαλίζει τη μύτη του συνέχεια!
- Nαι, το παίζει και καλά ορυχός... Ρώτα τον αν έχει αποφέρει τίποτα!
Got a better definition? Add it!
Η διάρροια.
Με έπιασε ένα τσιρλιπιπί άλλο πράγμα, δεν προλαβαίνω!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγω της ρευστότητας του σκατού.
-Άσε χτες με πείραξε ο γύρος και έριξα πολλές βεντάλιες!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.
Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που προφανώς «την έχει αφήσει» και το αρνείται. Προδόθηκε, όμως, ότι την άφησε.
-Πωωω ρε φίλε... Τι βρώμα είναι αυτή;
-Δεν έκλασα εγώ ρε, σπάσε!
-Άσ' το μάγκα... Πορδόθηκες!!!
Got a better definition? Add it!
Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...
Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;
Got a better definition? Add it!
Καλή ξεκούραση.
- Άντε τα λέμε, καλή ξεκουράδα!
Got a better definition? Add it!
Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.
Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.
βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).
- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!
Got a better definition? Add it!