Selected tags

Further tags

Το κατά συρροήν κλάσιμο.

- Έφαγα το μεσημέρι κάτι που με πείραξε και μ' έχει πιάσει ένα κλασίδι...

βλ. και κλανίδι, κλανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακριβής μετάφραση της γνωστής λαϊκής ρήσης «με πορδές δεν βάφονται αυγά» στη γερμανική. Παραδόξως, η συγκεκριμένη (γερμανική) εκδοχή ενώ χρησιμοποιείται κατά κόρον στην Ελλάδα, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στις γερμανόφωνες χώρες.

Οι παραδοσιακές μέθοδοι βαφής αυγών τη Μεγάλη Πέμπτη είναι γνωστές και ευρέως καταγεγραμμένες στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Η χρήση πορδών δεν ανήκει στις μεθόδους αυτές για μια πλειάδα λόγων μεταξύ των οποίων και οι εξής:

  • η μπόχα δεν συνάδει με τη χρήση του αυγού
  • δεν υπάρχει μέχρι σήμερα επιστημονική απόδειξη για την παραγωγή χρώματος από την πορδή, πολλώ δε μάλλον του παραδοσιακού κόκκινου, κα
  • η όλη διαδικασία παρουσιάζει εργονομικά προβλήματα και είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα.
  1. - Τι διάολο; Έχω δώσει 1500 ευρώπουλα μέχρι τώρα και χαΐρι δεν έχω δει. - Mit porden nicht vafen avgen χερ κομαντάντ...

  2. Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως. Πως το λένε ρε παιδάκι μου; Μit porden nicht vafen avgen. Πρέπει να μπεις ψυχή τε και σώματι σ' αυτήν την ιστορία για να κονομήσεις.

Και όμως! (από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορδή εξαιρετικά βρωμερή αλλά απολύτως αθόρυβη - το πολύ-πολύ ένα πφφττ.

Μεταφορικά, άνθρωπος ήσυχος άλλα ύποπτος.

- Πω πω μπόχα. Ποιος τ' άφησε το γιουσούφι ρε;
- Άσε μεγάλε ... πρωτοκλαστής πρωτομυριστής ...

Μαύρο γιουσούφι (από poniroskylo, 15/06/09)Άσπρο γιουσούφι (από poniroskylo, 15/06/09)

Βλ. και πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.

  1. - Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
    - Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...

  2. - Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.

Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το κόψιμο, γιατί το σκατό γλείφει το σώβρακο.

- Η κατάστασή του ήταν δεινή, τον πείραξε το σουβλάκι και τον έπιασε γλειφοσωβρακέτο μέσα στο τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυμένο λιαξ με την προσθήκη του αρακατάνγκ, το οποίο, άγνωστο γιατί, φέρνει σε μια γενικότερη αηδία.

- Έκλανα και ρευόμουν μαζί ρε μαλάκα. Πρώτη φορά το κατάφερα αυτό!
- Λιαξ αρακατάνγκ ρε νεάτερνταλ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού you're gonna shit (your pants). Πέραν της φυσικής ανάγκης που οδηγεί στην αφόδευση, το υποκείμενο μπορεί να οδηγηθεί στην εν λόγω πράξη λόγω (α) φόβου και (β) έκπληξης.

  1. - Άμα την δεις το πρωί άβαφτη θα κάνεις κακά. Μην τρελαίνεσαι.

  2. - Το πήρα τελικά το εργαλείο. Μαύρο με μαύρα δέρματα και ΟΖ μαγνησίου. Άμα το δεις θα κάνεις κακά σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλανιά που είναι τόσο δυνατή, που ξεσκίζει σώβρακο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει το μέγιστο της έντασης! Πολύ συχνά φέρνει παρενέργειες, όπως το φρενάρισμα, αλλά άπειρα μπινελίκια από όσους μοιράζονται τον ίδιο χώρο με αυτόν που την έκανε.

(τρομακτικός θόρυβος)
- Ο Χριστός και η μάνα του! Τι σωβρακοξεσκίστρα ήταν αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.

- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified