Το κατά συρροήν κλάσιμο.
- Έφαγα το μεσημέρι κάτι που με πείραξε και μ' έχει πιάσει ένα κλασίδι...
Το κατά συρροήν κλάσιμο.
- Έφαγα το μεσημέρι κάτι που με πείραξε και μ' έχει πιάσει ένα κλασίδι...
Got a better definition? Add it!
Ακριβής μετάφραση της γνωστής λαϊκής ρήσης «με πορδές δεν βάφονται αυγά» στη γερμανική. Παραδόξως, η συγκεκριμένη (γερμανική) εκδοχή ενώ χρησιμοποιείται κατά κόρον στην Ελλάδα, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στις γερμανόφωνες χώρες.
Οι παραδοσιακές μέθοδοι βαφής αυγών τη Μεγάλη Πέμπτη είναι γνωστές και ευρέως καταγεγραμμένες στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Η χρήση πορδών δεν ανήκει στις μεθόδους αυτές για μια πλειάδα λόγων μεταξύ των οποίων και οι εξής:
- Τι διάολο; Έχω δώσει 1500 ευρώπουλα μέχρι τώρα και χαΐρι δεν έχω δει. - Mit porden nicht vafen avgen χερ κομαντάντ...
Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως. Πως το λένε ρε παιδάκι μου; Μit porden nicht vafen avgen. Πρέπει να μπεις ψυχή τε και σώματι σ' αυτήν την ιστορία για να κονομήσεις.
Got a better definition? Add it!
Πορδή εξαιρετικά βρωμερή αλλά απολύτως αθόρυβη - το πολύ-πολύ ένα πφφττ.
Μεταφορικά, άνθρωπος ήσυχος άλλα ύποπτος.
- Πω πω μπόχα. Ποιος τ' άφησε το γιουσούφι ρε;
- Άσε μεγάλε ... πρωτοκλαστής πρωτομυριστής ...
Βλ. και πορδήθεν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.
- Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
- Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...
- Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.
Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον
Got a better definition? Add it!
Κοινώς το κόψιμο, γιατί το σκατό γλείφει το σώβρακο.
- Η κατάστασή του ήταν δεινή, τον πείραξε το σουβλάκι και τον έπιασε γλειφοσωβρακέτο μέσα στο τρένο!
Got a better definition? Add it!
Ενισχυμένο λιαξ με την προσθήκη του αρακατάνγκ, το οποίο, άγνωστο γιατί, φέρνει σε μια γενικότερη αηδία.
- Έκλανα και ρευόμουν μαζί ρε μαλάκα. Πρώτη φορά το κατάφερα αυτό!
- Λιαξ αρακατάνγκ ρε νεάτερνταλ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι εσύ;
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού you're gonna shit (your pants). Πέραν της φυσικής ανάγκης που οδηγεί στην αφόδευση, το υποκείμενο μπορεί να οδηγηθεί στην εν λόγω πράξη λόγω (α) φόβου και (β) έκπληξης.
- Άμα την δεις το πρωί άβαφτη θα κάνεις κακά. Μην τρελαίνεσαι.
- Το πήρα τελικά το εργαλείο. Μαύρο με μαύρα δέρματα και ΟΖ μαγνησίου. Άμα το δεις θα κάνεις κακά σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.
- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.
Got a better definition? Add it!
Η κλανιά που είναι τόσο δυνατή, που ξεσκίζει σώβρακο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει το μέγιστο της έντασης! Πολύ συχνά φέρνει παρενέργειες, όπως το φρενάρισμα, αλλά άπειρα μπινελίκια από όσους μοιράζονται τον ίδιο χώρο με αυτόν που την έκανε.
(τρομακτικός θόρυβος)
- Ο Χριστός και η μάνα του! Τι σωβρακοξεσκίστρα ήταν αυτή!
Got a better definition? Add it!
Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.
- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...
Got a better definition? Add it!