Είναι η δυνατή πορδή με 3 στάδια, ακούγεται, βρομάει και δρόμο.
Ω ρε Μάκη και οι τριαξονικές σου... Την έκαναν οι γκόμενες!
Είναι η δυνατή πορδή με 3 στάδια, ακούγεται, βρομάει και δρόμο.
Ω ρε Μάκη και οι τριαξονικές σου... Την έκαναν οι γκόμενες!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο άνθρωπος λέρα... ο αναξιόπιστος κοινωνικά.
- Να σου δανείσω 2.000;
- Ουστ από δω ρε κοπριά...
Got a better definition? Add it!
Η πράξη του να κατουράς και να χέζεις την ίδια στιγμή. Το καταφέρνουν μόνο οι μη δυσκοίλιες γυναίκες.
- Γρήγορα βγήκες από την τουαλέτα.
- Σκατούρημα ήταν.
βλ. και κουραδοκατουρλιό
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστικό, φυσώ τη μύτη μου, χρησιμοποιείται αποστομωτικά για αυτούς που προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το υποκείμενο της πράξης.
- Τι λέει ρε θα μας γεμίσεις μύξες;
- Άσε ρε φίλε, τώρα μυξάρω κάνε δουλειά σου.
Got a better definition? Add it!
Η πολλή βρώμα που έχει πιάσει στρώμα (μάκα) και μάλιστα έχει πετρώσει. Υπερθετικός της μπίχλας.
Σφουγγάρισε ρε και μια φορά εδώ μέσα! Σκουλαμέντρα έπιασε...
Got a better definition? Add it!
Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.)
Σαράντα άτομα στην ουρά... Μ'έπιασε πάλι μια ουραλπισία....
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Το να φυσάς τη μύτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δεις τι εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ'αυτόν τον τρόπο θα διαγνώσεις τρομερά πράγματα για την υγεία σου ή θα αντικρίσεις κάτι πρωτόγνωρο.
Και μόλις την είδα φίλε να κάνει μυξοδιαγνωστική, έγινα λαγός.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το είδος εκείνου του μεθανιούχου αερίου το οποίο λόγω εντάσεως και ορμής έχει τη δυνατότητα να σκίσει το εσώρουχο του αεριζόμενου ατόμου.
- Γιαννάκη μου αύριο θα σου κάνω μαυρομάτικα φασόλια. Κανόνισε να μη φορέσεις το καλό σου το Calvin Klein. Θυμάσαι τι έγινε την Τρίτη που είχα ρεβύθια! Να το φυλάξεις για όταν θα πας να κοινωνήσεις!
- Ευτυχώς που μου το 'πες μάνα! Να μου φύγει καμιά σωβρακοξεσκίστρα και να το κλαίμε μετά... Αν και λέω να το βάλω πρώτα στο ραντεβού με την Τασία να κάνω εντύπωση!
Got a better definition? Add it!
Είδος κλανιάς, γνωστής και ως μουλωχτή. Συνήθως βρωμάει απίστευτα και προκαλεί δόνηση στο κάθισμα του ιδιοκτήτη της. Κανείς δεν ξέρει ποιός την αμόλυσε, σε αντίθεση με την δυνατή κλανιά που σε κάνει ρεζίλι αλλά δεν βρωμάει, οπότε τζάμπα σε κράζουν.
Η Μαρία έχοντας γύρω της 5 άνδρες άφησε με την ησυχία της μια υπόκωφη η δονούσα, έχοντας σίγουρο ότι ο ένας θα κατηγορήσει τον άλλον για την μπόχα. Είχε φάει το μεσημέρι μπρόκολο με φασόλια χάντρες.
Got a better definition? Add it!