Further tags

  1. Προσδιορισμός ικανότητας στρατιώτη / οπλίτη πέραν του Ι-5, που αποτελεί ακατάλληλο για στράτευση. Λέγεται για άτομα που δεν την παλεύουν μία ή δεν προσπαθούν καν πλέον ή δεν ξεκίνησαν ποτέ (να την παλεύουν). Ισχύει τόσο για σωματική όσο και για ψυχολογική απαλεψία, ή, τέλος, για απαράδεκτη αντικοινωνική συμπεριφορά μέσα στο στρατόπεδο. Τον χρησιμοποιούν και οι στρατεύσιμοι για ανώτερους που δείχνουν ανησυχητικά σημάδια στο μυαλό τους ή στην αυστηρότητά τους προς τα κακόμοιρα φαντάρια.

  2. Έχει περάσει και στην καθομιλουμένη για να δείξει την ανικανότητα και την βλακεία και να θίξει τα άτομα που την παρουσιάζουν. Επίσης θίγει τον ελληνικό εγωκεντρισμό και το σκεπτικό του ξερόλα -«Έλληνες είμαστε, ό,τι θέλουμε είμαστε»- σύμφωνα με τον οποίο παρατηρούμε και αντιλαμβανόμαστε, μυωπικά, μόνο ό,τι αφορά την μπάκα, την τσέπη, και την πάρτη μας, με γαϊδουρινή απάθεια για τα υπόλοιπα.

  1. - Είδες πάλι τον Αρρώστογλου που όπλισε στη σκοπιά. 20 Φ έφαγε και λίαν επιεικώς.
    - Επίτηδες το κανε μωρέ, από απελπισία, για να τον βγάλουν από ένοπλες υπηρεσίες.
    - Δε σκέφτηκε μήπως εκπυρσοκροτήσει το όπλο; Καλά ρε ο λακαμάς, τέρμα γιώτα πια;!

  2. - Κοίτα το μαμμούθ πως περνάει τον δρόμο περπατώντας λες κι είναι χωράφι του!
    - Τί ασχολείσαι; Τέρμα γιώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα φανταρώνυμα του στρατού η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού αναλύεται επίσης ως Σκατά Έρχονται Από Παντού.

- Τι την ήθελα την Σκατά Έρχονται Από Παντού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα φανταρώνυμα του στρατού (συλλεγέντα υπό του σύσσλανγκου sarant) ο Τεχνίτης ΠυροΒόλου αναλύεται ως Το Παιδί Βολεύτηκε και ως Το Παιδί Βύσμα.

- Τι ειδικότητα είναι ο Καραμήτρος;
- Τεχνίτης Πυροβόλου.
- Α κατάλαβα... Το Παιδί Βολεύτηκε.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα φανταρώνυμα του στρατού (συλλεγέντα υπό του σύσσλανγκου sarant) το Τάγμα Εφοδιασμού αναλύεται ως Τάγμα Επιστημονικής Φαντασίας.

Καλά αυτό το Τάγμα Επιστημονικής Φαντασίας δεν υπάρχει λέμετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΤυφεκιοΦόρος αναλύεται και ως Τυχερός Φαντάρος αντίθετα από την ανάλυση που παραθέτει ο Λινκ (Τρέξε Φουκαρά). (Δες).

- Τυφεκιοφόρος; Θα πήξει, Τρέξε Φουκαρά κιέτσ'.
- Μπα, μάλλον για Τυχερό Φαντάρο τον κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των πιλότων είναι η φρεγάτα.

Επίσης, χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για το μακρύ ευθυτενές πέος και τον φέροντα αυτό πουτσαρά, αν και μάλλον σπάνια.

  1. - Βλέπω ένα ξιφία, νότια της Μυκόνου με δυτική πορεία.

  2. Καθώς ο πούτσος του, σαν μυτερός ξιφίας, δεν σταματά να κινείται μέσα μου, έως ότου φτάσει στον λάρυγγά μου. (Κάπου στο δίχτυ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στρατιώτης πεζικού, ο τζιτζικάριος, επειδή εκεί κυρίως κάνουν μεγάλες πορείες και ασκήσεις.

Το απαθανάτισε και ο Νικόλας Άσιμος στο τραγούδι Τρομοκράτες με τους στίχους:

« Είμαστε τρομοκράτες όλοι-όλοι,
Είμαστε τρομοκράτες με πρώτο το Μανώλη
Που δεν πήγε στο στρατό
Φοβότανε τον πόλεμο δεν ήθελε τα όπλα
Ποιος είναι ο τρομοκράτης, ποιος;
Ο χαχόλης ο Μανώλης ο φαιδροπαιδαράς
Γιατί ποτέ δε δέχτηκε να γίνει Βρωμοποδαράς».

Μπορεί βέβαια γενικά να σημάνει τον στρατιώτη ή στρατιωτικό που φορά αρβύλες. Ή κυριολεκτικά αυτόν που έχει βρώμικα πόδια.

Τρίβιουμ: Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τον όρο ἀνιπτόπους για τους Πελασγούς.

  1. - Αλήθεια για πείτε μου και μένα που είμαι μικρούλης (20) τι να περιμένω στο στρατό... (Κατα πάσα πιθανότητα θα είμαι διαβιβάσεις (signal corps) φυσικός γαρ...)
    - Κατά πάσα πιθανότητα θα είσαι βρωμοποδαράς (πεζικάριος) γιατί οι διαβιβάσεις είναι ήδη κομπλέ. (Εδώ).

  2. - Ποιες είναι οι πηγές;
    - Προφανως καποιος βρωμοποδαρας και φθειρωπωγων καπετανιος τους ΕΛΑΣ. Ο καπεταν ΚΛΑΝΙΑΣ μηπως;; (Εδώ).

Στην αρχη (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).

Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.

Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.

Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.

  1. Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.

  2. Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον λεοντόκαρδο, τον μάγκα και νταή, το αντίθετο της κότας (βλ. άλλο ορισμό), έχει και πιο συγκεκριμένες σημασίες:

Ως σλανγκ εμφάνισης έχει σημασίες αναλυμένες στο λήμμα λάιον κινγκ. Συνδέεται είτε με την ένδοξη εϊτίλα, όπου μιλάμε για ξανθό μαλλί περμανάντ φουντωμένο τέζα. Βλ. και θάντερκατ. Είτε ευρύτερα από τα '80ς αυτό που αναφέρει ο Mr Cadmus: «Tο κλασικό λιονταρίσιο ήταν είτε το κούρεμα μακρύ πίσω και πλάγια και κοντό μπροστά, είτε το ενδιάμεσο στάδιο του μακρύματος των μαλλιών -από μπροστά κι απ' το πλάι πάντα μακραίνει πιο γρήγορα απ' ότι μπροστά αν δεν τα μακρύνεις με συχνά κοψίματα».

Στην στρατοσλάνγκ είναι «καψώνι, όπου οι παλιοί κλειδώνουν το νέοπα μέσα στον οπλοβαστό (εφ' όσον αυτός είναι από εκείνους που διαθέτουν ένα είδος πλέγματος - κιγκλιδώματος που ανοίγει) και τον αναγκάζουν να παριστάνει το λιοντάρι σε κλουβί» (πηγή: Jonas). Δηλαδή μια εναλλακτική του τζουκ μποξ.

  1. - Εδώ μέσα εγώ είμαι το λιοντάρι! Κι εσείς είστε οι κότες! Και σαν κότες που είστε θα μου γυαλίζετε τα παπούτσια και θα μου πλένετε τα σώβρακα! Σύμφωνοι;
    - Εντάξει... ρε... λιοντάρι...
    - Έτσι μπράβο μανάρι μου, είσαι έξυπνος και θα πας μπροστά εσύ. Κατέβαινε τώρα το κατοστάρικο για να ακούσεις την μουσικούλα.
    - Ε αφού σου είπα δεν γουστάρω...
    - Στο λιοντάρι δεν λένε ποτέ όχι!
    (Από την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων»).

  2. - Καλά έσκασε μύτη χτες η Τίνα λιοντάρι. Σαν την Τσιτάρα ένα πράμα.

  3. Παλαίουρας: Τι να το κάνουμε το νέοπαρντ; Τζουκ μποξ ή λιοντάρι;
    Καραπαλαίουρας: Ας τον αρχίσουμε με ένα υποβρύχιο και βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κάμψη η οποία δεν εκτελείται όπως πρέπει (δλδ με τον κορμό και τα κάτω άκρα ευθυσμένα) αλλά εκτελείται άλλα αντ' άλλων, με τη λεκάνη να προέχει άλλοτε ραχιαίως και άλλοτε κοιλιακώς, ως επί συνουσίας.

(σε στρατιωτικά drills στον Έβρο)
driller: Αυτά που κάνετε δεν είναι κάμψεις - είναι αερογαμίες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified