Further tags

Από τα αναφερόμενα στον ορισμό της Ιρονίκ και στο παπάρειο ντιζάινερ, καλλιτέχνης, μπορούμε να συνάγουμε ότι το καλλιτέχνης χρησιμοποιείται ως μία generic κλητική προσφώνηση, όπως τα γιατρέ μου, πρόεδρε/α, ψηλέ.

Ειδικά στο στρατό, αποκαλείται έτσι ο έφεδρος στρατιώτης (σμηνίτης / ναύτης), το κωλοφάνταρο. Υποτίθεται ότι οι καραβανάδες / μονιμάδες και ταλιμπάν είναι οι σοβαροί του έργου, ενώ οι κομπάρσοι είναι μέχρι αποδείξεως του εναντίου ύποπτοι για εκκεντρικότητα και ασοβαρότητα, οπότε καλούνται να αφήσουν τα καλλιτεχνικά, τα κομμουνιστικά και τα φιλοσοφικά, και ο,τιδήποτε τους ξεχωρίζει από την ζητούμενη ισοπεδωτική ομοιομορφία. Λέγεται λοιπόν η προσφώνηση προς τους φαντάρους με ψιλοϋποτίμηση, ψιλοζήλεια, και κυρίως επίγνωση των ορίων που χωρίζουν τους μεν από τους δεν. Από την άλλη, και οι ΕΠ.ΟΠ. είναι καλλιτέχνες.

- Ωπ, καλλιτέχνη! Τι βλέπω; Αξούριστος κι αγυάλιστος σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρίστικη κουβέντα νέας κοπής, κυρίως στην έκφραση πέρασε σινούκ. Το σινούκ είναι βέβαια το γνωστό μεταγωγικό ελικόπτερο.

Πέρασε σινούκ σημαίνει ότι επιστρέφεις από σκοπιά ή αγγαρεία και βρίσκεις το κρεβάτι σου μπουρδέλο, τις κουβέρτες και το μαξιλάρι πεταμένα, ακόμα και το στρώμα βγαλμένο και προσγειωμένο σε τυχαίο σημείο. Σαν να είχε κάνει χαμηλή πτήση το σινούκ μέσα στο θάλαμο δηλαδή.

Οι αιτίες είναι δύο, σαφώς διακρινόμενες. Πρώτον, οι παλιοί τραβήξανε κανένα σκάλωμα, τους ήρθε οξεία απαλεψιά, την είδανε «δεν προλαβαίνω» ή έγινε κανένας τσαμπουκάς και ξέδωσαν στο κρεβάτι σου. Δεύτερον, όσο έλειπες έσκασε κανένας δίκας, κανένας ταξίαρχος, το κρεβάτι σου του φάνηκε ντροπή και αίσχος και αποφάσισε να σου πετάξει ένα υπονοούμενο μπας και το πιάσεις και μάθεις να το κάνεις αεροδρόμιο.

Πηγή: Σειρούλα στην πινέζα.

- Ρε μαλάκες! Ποιος μου γάμησε το κρεβάτι;
- Πέρασε σινούκ...
- Πάρτε κανένα αντιπαλεβόν και χαλαρώστε γιατί άμα δε βρω το εμπιθρί που είχα στο μαξιλάρι θα πηδήξω κάνα μπούστη εδώ μέσα, παλιό ή νέο, στ' αρχίδια μου.
- Καλά, έλα με τον κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξέλιξη του δεν σε χάλασε. Φανταρίστικη όπως και η προκάτοχός της αλλά επίσης λεγόμενη και από στελέχη (χαμηλόβαθμους προς το παρον).

Κατά τ' αλλά μιλάμε για τον ίδιο φραστικό σαδισμό, σε ένα από τα κλασικά του σχήματα, την ρητορική ερώτηση. Διότι μεγάλε πώς περιμένεις να μου φανεί που με βάζεις σκοπιά ή αγγαρεία, ή που με ενημερώνεις ότι κόπηκε η άδειά μου;

Λοιπόν, η φράση μπορεί να ακούγεται κυριολεκτική και απλώς ειρωνική, η επανάληψη στην χρήση της όμως είναι που την κάνει αξιοπρόσεκτη, μαζί με το στρατιωτικό περιβάλλον, φυσικά, στο οποίο ενδημεί.

  1. - Πού 'σαι νέους; Ξαναβάλε τις παραλλαγές, δεν βγαίνει κανείς σήμερα, έχει νυχτερινή.
    - Μα έχω κλείσει εισιτ-
    - Πώς σου φάνηκε;

  2. - Τι είν' αυτά; βγάζουμε το κράνος στη σκοπιά;
    - Εεε...
    - (Σ.σ. Χωρίς παύση, με μιαν ανάσα:) Αύριο αναφερόμενος από εμένα για πέντε φι, πώς σου φάνηκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος για τους φορητούς ασυρμάτους με μικρή ή μέση εμβέλεια, το πολύ μερικών χιλιομέτρων. Τα ρακαλάκια έχουν συνήθως τρία με πέντε κανάλια που είναι αριθμημένα με απλούς αριθμούς (1, 2, 3 κλπ) και όχι ρυθμιστικό συχνότητας.

Καλύπτουν τις ανάγκες μοτοσυκλετιστών που κάνουν ταξίδι με δύο ή παραπάνω μηχανές, ορειβατών, εργαζομένων που κινούνται συνεχώς σε μεγάλους χώρους (αποθηκάριοι, σεκιούριτι κλπ). Τώρα πια έχουν μικρό μέγεθος χωρώντας ακόμα και σε τσέπη, παλαιότερα όμως ήταν ογκώδη και με μεγάλη κεραία. Γενικό χαρακτηριστικό των ασυρμάτων είναι η μονόδρομη επικοινωνία, στην ίδια συχνότητα δηλαδή μπορεί να ακούγεται μόνο ένας πομπός. Γι’ αυτό οι ασύρματοι έχουν κουμπί push to talk ή κάτι ανάλογο που ενεργοποιεί την εκπομπή μόνο όταν το πατήσουμε.

Η λέξη είναι ελληνοποίηση της επωνυμίας Racal, μιας βρετανικής εταιρείας που προμήθευε ασυρμάτους τον ελληνικό στρατό και τα σώματα ασφαλείας.

Πρβλ. και μοτορόλα.

  1. Από εδώ:

Φυσικά είχαμε τον σπορτ-μπιλη (DJMIKE) που είχε τα πάντα (έξτρα μπαταρίες για το ρακαλάκι μου, έξτρα ρακαλάκι για όταν τελείωσαν οι μπαταρίες,και φυσικά 3-4 ζευγάρια αλυσίδες για παν ενδεχόμενο :-D )

  1. Από εδώ:

εγώ που είμαι κοντά που θα σας περιμένω;(λόγω που είμαι σχετικά κοντά και θα έρθω από Άγρα Έδεσσα) να έρθω κατευθείαν η να περιμένω κάπου ενδιάμεσα;; (έχω και ρακαλάκι)...

  1. Από εδώ:

Θυμάμαι κυκλοφορούσαν κάτι κοστουμαρισμένοι τύποι που κρατούσαν κινητό που θύμιζε ρακαλάκι –σαν αυτά του στρατού- και τους κοροϊδεύαμε. Αυτοί βέβαια είχε ένα τουπέ τέτοιο, που νόμιζες ότι ήρθαν από το διάστημα, από έναν άλλον πολιτισμό, πιο προχωρημένο από τον δικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Μοτορόλες είναι οι ασύρματοι VHF, που χρησιμοποιούνται όταν απαιτείται μεν φορητότητα αλλά και μεγάλη εμβέλεια εκπομπής και λήψης.

Οι ασύρματοι αυτοί χρησιμοποιούνται κυρίως από την αστυνομία (η οποία έχει δεσμεύσει ένα εύρος συχνοτήτων αποκλειστικά για τις ανάγκες της), αλλά και από ραδιοερασιτέχνες, διασώστες, οδηγούς οχημάτων (φορτηγά, βλ. και σιμπί - CB) το στρατό και διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα πλοία. Στο στρατό, βέβαια, στα φορτηγά και στην θάλασσα οι ασύρματοι συνήθως είναι μεγαλύτεροι και όχι απαραίτητα φορητοί.

Η λέξη έχει συνδεθεί περισσότερο με τους ασυρμάτους της αστυνομίας και προέρχεται από την γνωστή εταιρεία ηλεκτρονικών Motorola.

Παρεμφερείς πληροφορίες εδώ. Πρβλ. και ρακαλάκι.

  1. Από εδώ:

αν έπρεπε να ανησυχώ για τα ραδιοκύματα θα έπρεπε να κρυφτώ σε σπηλιά στα βάθη της γης. (Κι εκεί έχει ηλεκτρομαγνητικά κύματα). Διότι κι εσύ που τα αποφεύγεις τρως τις ακτινοβολίες και τα κύματα: του ραδιοφώνου, της ΤιΒι, των δορυφόρων, του GPS, των κινητών, τηλεφώνων (συσκευών και κεραιών), του ασύρματου τηλέγραφου, των ραδιοερασιτεχνών, από τις μοτορόλες των μπάτσων, συν το Wi Fi και το ασύρματο τηλέφωνο του γείτονα...

[Σ.σ. Φωσφορίζουν τ’ αρχίδια του δηλαδή...]

  1. Από εδώ:

Αστυνομικοί της Διεύθυνσης Ηρακλείου είχαν πληροφορίες ότι καταστηματάρχες της περιοχής είχαν ασυρμάτους συντονισμένους στη συχνότητα της αστυνομίας και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή πότε θα γίνει έλεγχος στα μαγαζιά τους, ενώ με μοτορόλες ενημέρωναν και τους συναδέλφους τους. «Χοντρός», «μαύρος», «παππούς» και «καμπούρης» ήταν μερικά από τα ψευδώνυμα που είχαν δώσει στους ντόπιους αστυνομικούς, [...]

  1. Από εδώ:

Το Εθελοντικό Τμήμα αυτή τη στιγμή [...] διαθέτει μοτορόλες, σχοινιά, κράνη, ειδικά φορεία, είδη καταυλισμού και ένα μικρό λεωφορείο, προσφορά του Δήμου Άργους Ορεστικού.

Στο 4:30. (από patsis, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λελέ / απολελέ και παλαίουρας > λαίουρας. Είναι, στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, ο ακραίος λαίουρας που έχει ήδη ακούσει τα λελεδόνια να τιτιβίζουν. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, απολύεται ο παλιός και θα χέζει καθιστός. Ευρύτερα, λέλουρας, είναι ο παλιός που είναι αλλιώς, μα πολύ παλιός όμως, πιο παλιός πεθαίνει.

Πάσα: Knasos.

  1. Κοφεε οφ δε λελουρας (εδώ).

  2. Σιγά μην το παίζω και λέλουρας μωρή (εδώ).

  3. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα. Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr
    (η κατακαυλείδα του ομώνυμου λήμματος).

(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Στο θεατρικό έργο που λέγεται ελληνικός στρατός, κομπάρσος είναι ο φαντάρος, σε αντιδιαστολή προς τους μονιμάδες, δες.

  1. Αυτή τη στιγμή κάνουν σκοπέτο πέντε έξι χεπχοπάδες και καμιά εικοσαριά κομπάρσοι.

  2. - Τελικά θα καταργηθεί η θητεία;
    - Τι λε ρε; Γίνεται έργο χωρίς κομπάρσους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αεροπορία λέγεται το μέρος όπου φυλάσσονται τα σκυλιά για ορισμένες ειδικού τύπου σκοπιές και περιπολίες, που τις διεξάγουν οι σκυλάδες με συμμετοχή των (δόκιμων) σκυλιών αυτών. Προφ πρόκειται για στρατιωτικό λολοπαίγνιο με το γαβγάδικο.

Νύχτωσε. Ώρα να πάμε στο σκυλάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτωνε (βλ. σάκης ρουβάς) είναι τα μακαρόνια κατ' αντιστοιχία προς τον κινέζο, που είναι το ρύζι.

- Φτου γαμώ το λελεδόνι μου, πάλι ιταλό με πούστη έχουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλα τα πράγματα στο στρατό, απο το λιγότερο σημαντικό που μπορούνε όλοι να φανταστούνε έως το περισσότερο σημαντικό, έτσι και τα φαγητά υπόκεινται σε κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα. Τα παραδείγματα πολλά: πούστης με κινέζο, πούστης με γύφτο κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση ο γνωστός μέχρι και στις πέτρες Σάκης, και συγκεκριμένα μέσα από το άσμα του «Έλα Μου», ονοματίζει το πλούσιο και συνήθως φρέσκο πιάτο των ζυμαρικών με κιμά.

Ο κιμάς μπορεί να έχει χρώμα μπλε, λες και έχει 4 χρόνια στο ψυγείο ενώ έχει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά τρώγεται ευχάριστα. Τα ζυμαρικά είναι τυχαία και ίσως τύχει να πέσει ραβιόλι αλλά οι πιθανότητες συγκλίνουν προς το κοφτό. Συνήθως είναι κολλημένα μεταξύ τους, αν και ο μάγειρας δικαιολογείται λέγοντας:
- «Τα κάλυψα ρίχνοντας λάδι μέχρι πάνω!»

Κανονικά θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και στην κατηγορία σιχαμερά αλλά κάποιος πρέπει να γευτεί την μαγειρική του μάγειρα στην μονάδα που κάποτε υπηρετούσα για να το καταλάβει.

- Τί φαΐ έχουμε σήμερα ρε μάγερας;
- Σάκη Ρουβά.
- Πάλι ρε μάγερα; Και την προηγούμενη Δευτέρα αυτό μας τάισες.
- Α, αυτό είναι το καινούριο, ντουέτο με Κοκκίνου. Σάλτσα.

Γύρνα πάλι γύρναααα πάλι γύρνααα (από Galadriel, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified