Further tags

(Ναυτικό): Παράγγελμα που ακολουθεί το «Έι!» (δηλ. «Προσοχή!» στα στρατέικα - όπως τσουκαλέικα, βραχνέικα κτλ).

Σημαίνει: Ανάπαυσις!

Το πιλάφι δίνει το προπαρασκευαστικό παράγγελμα: Ομοχειρία - Διμοιρία - Λόχος - πλήρωμα - άνδρες κτλ (αναλόγως) και τα ναυτάκια τραβούν μια βαθιά εισπνοή (όπως γίνεται πριν την κατάποση βότκας μπόμποβας ή την παρά φύσιν συνουσία) και προτάσσουν τα φουσκωμένα από υπερηφάνεια στήθη τους (δεν κάνω πλάκα).

Ακολουθεί: Στον καιρό! (=ανάπαυσις, χαλαρώστε, ξεφυσήξτε) οπότε οι ναύτες ξεφυσούν και τα στήθη τους επανέρχονται στην κανονική τους θέση.

Στη συνέχεια εκ νέου (κλήση ανδρών αναλόγως του οργανικού τους τμήματος ως ανωτέρω): Οι ναύτες ξανακρατούν την αναπνοή τους και καπάκι: Έι! (=Προσοχή!)

Μεταφορικώς σημαίνει: Χαλάρωσε δικέ μου, όπως άλλωστε χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους νυν και πρώην ναύτες.

Τα βλαχαδερά του στρατού ξηράς, για να μην κουράζονται (sic) λένε εν συντομία ιέ! (=προσοχή) - ό! (=ανάπαυση).

Σημείωση: Στο ναυτικό μέχρι πολύ πρόσφατα (50 περίπου χρόνια), έλεγαν τα παραγγέλματα στα αρβανίτικα, δεδομένου ότι οι καλύτεροι ναυτικοί της Ελλάδας ήταν (και είναι) αρβανίτες (π.χ. απ' το Ύντρα, το Σπέτσα, Πόρο, Κούλουρη, Γαλαξίδι, Λεψινιώτες-Ελευσίνα κλπ). Βλ. έ-για μόλα / έ-για λέσα κτλ. Ένα δε απο τα επίσημα λάβαρα του Πολεμικού Ναυτικού είναι το Υδραΐικο μπαϊράκι (βλ. εμβλήματα σχολής δοκίμων). Ωστόσο, η ναυτική εκπαίδευση, όθεν και ο σχετικός τουπές των πιλαφιών, είναι εγγλέζικιας προελεύσεως.

- Πάμε ρε να δούμε τι κάνει ο Γιαννάκης στο Φ-2 (φυλάκιο) ;
- Στον καιρό ρε, αφού βλέπεις, κοιμάμαι τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Π. Ναυτικό, έτσι αποκαλείται ο βαθμοφόρος (Δον πιλάφας), που σε χώνει γλυκά (κατά το killing me softly with his song), ήτοι σου χώνει μπαλάκι μεν, αλλά προϊούσης της ιεραρχίας, της ευγένειάς του και του γεγονότος ότι ο και ίδιος δίνει το καλό παράδειγμα εργαζόμενος σκληρά, δεν μπορείς να αρνηθείς ή να κάνεις την κορόιδα, δε.

Συνήθως, σου μιλάει γλυκά, ευγενικά, απευθύνεται στο φιλότιμό σου και χρησιμοποιεί τα ρήματα στον πληθυντικό αριθμό, στην υποτακτική και με ένα ερωτηματικό στο τέλος: «Ρε συ Χρηστάρα, να πάμε μια τα σκουπίδια έξω;» Πονηρό το πιλάφι.

- Τί γίνεται ρε ; Πήγε 3 η ώρα. Δε θα πα' να την πέσεις ;

- Τί να κάνω, έχω το γλυκοχώστη άλφα-φι σήμερα και μου' χει αλλάξει τον ανανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Αγγαρεία, συχνάκις κακοβούλως διανεμηθείσα για πήξιμο. Χρησιμοποιείται ενεργητικώς ως: χώνω/ρίχνω μπαλάκι και παθητικώς ως: τρώω μπαλάκι.

Παράγωγα: Μπαλακοχώστης, μπαλακοφάγος, τρελό μπαλάκι, τενίστας, Γουίμπλεντον (υπηρεσία όπου βρίθουν τα μπαλάκια) κτλ.

Συνώνυμα: Χώσιμο, χώστης, χοσέ κουέρβο, χοσάδας, πήξιμο, πηξ λα μουν (και δυο χορεύουν), τρέξιμο, τρέξιμο στα 100 γκίγκα-πήξελ, τσουνάμι (έφαγα), κ.τ.λ.

Να μην συγχέεται με το «μ' έχουν κάνει μπαλάκι» (του Δημοσίου), από το οποίο μάλλον προέρχεται το ανωτέρω λήμμα, διότι αναφέρεται σε διοικούμενο που τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα, λόγω (δήθεν) αναρμοδιότητος, παρά για σκόπιμο πήξιμο.

-Άσε, πήγα σα μαλάκας στη Β.Ε.Ν. (Βάση Ελικοπτέρων Ναυτικού) κι έχω φάει τρελλό μπαλάκι φίλος ! 3-1 με παίζει ...
-Εμ, αφού μου ονειρευόσουνα οτι θα' παιζες καθημερινή εξόδου, για να κάνεις τα μπανάκια σου στο Σχινιά. Στα' χα πεί εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό.

Ο τσάτσος του οπλονομείου (= επιλοχάδικο στους στρατέους, δηλ. του γραφείου, που υπάρχει σε κάθε υπηρεσία και που βγάζει βάρδιες, αγγαρείες κλπ. βλ. χωσίματα). Ο τύπος αυτός έχει την εξουσία να βγάζει τις βάρδιες-αγγαρείες και (φυσικά) ευλογεί τα γένια του πρώτα και άμα λάχει και τους κληρούχες του και οι άλλοι να πάνε κατά Καπερναούμ. Να το κάνουμε και κέρματα: Αυτός δεν μπαίνει ποτέ ένδον και μοιράζει εντελώς άδικα και καμιά φορά και σκόπιμα μπαλάκια στους άλλους, με τις ευλογίες του οπλονόμου (συνήθως ανθύπα μπακαούκα). Στην ερώτηση αφελούς, τύπου: «Πώς είναι δυνατό να γίνεται αυτό;», η απάντηση είναι εύκολη.

  1. Τα πιλάφια δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τα βύσματα,

  2. Τα πιλάφια δεν θέλουν ν' αναλάβουν την ευθύνη της διανομής χωσιμάτων, για να μην δυσαρεστήσουν τους λοιπούς ναύτες (δεν ξέρεις ποτέ τί βύσμα έχει ο άλλος) και, το κυριότερο,

  3. Δεν συμφέρει το στράτευμα η ομόνοια των στρατευμένων (βλ. Άστους να σκοτωθούνε μεταξύ τους ...)

- Είδα το χοντρό απ' το θάλαμο στον Πόρο.
- Μπα; Τί κάνει αυτή η ψυχή;
- Έγινε οπλονομόπαιδο στον Παλάσκα και τους έχει πάει αίμα όλους, ο πούστης!
- Ούου στο διάολο το κωλόβυσμααααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παλαιά προσφώνηση μεταξύ ομοσείρων ναυτών/πιλαφιών, που χρησιμοποιείται και σήμερα.

Εκ του κληρουχία: Σειρά κατάταξης, π.χ. Α 99 (αν πήρε 4 φορές το Ναυτικό στρατευσίμους το 1999, έχουμε Α, Β, Γ και Δ 99). Επί το λαϊκότερον χρησιμοποιείται ψευδο-αδερφίστικα ως: «Πού 'σαι μωρή κληρού;».

Κοντοκληρούχας: Kοντοσείρι, δηλ. ο Α99 είναι κοντοκληρούχας του Β99 κ.ο.κ., δηλαδή δεν υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ παλιού και νέου.

Συνήθως δημιουργεί κάποιου είδους δεσμό δια παντός (και μετά την απόλυση), ενώ κατά την διάρκεια της θητείας, ανάγεται σε σφηκοφωλιά έναντι των στραβόγιαννων, π.χ. «Λοιπόν μάγκες, οι βάρδιες θα μοιραστούν κληρουχικά», ήτοι «οι νέοι θα τις πάρουν όλες ή τις χειρότερες»...

-Ρε Κώστα, για δε λές του Σταύρου να μαζέψει τους κάβους, μη φάει κανείς καμιά σούπα ;
-Εσύ να τους μαζέψεις ρε στραβόγιαννο ! Που πά' να χώσεις τον κληρούχα μου !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένος τύπος του εξοδούχος. Νεολογισμός που ευδοκιμεί στον ένδοξο Έψιλον Σίγμα (Ελληνικός Στρατός ντε), αυτή την κοιτίδα ανανέωσης της πατρίου ημών γλώσσης.

Γραμματικώς, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός, περιγράφει δλδ μια μη μόνιμη ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. ο Γιώργος είναι εξόδου απόψε (αλλά αύριο ποιος ξέρει, παίζει να τον φάει η μαρμάγκα και να χτυπήσει καμιά γερμανικούρα).

Διατί η συντόμευσις; Διότι στας ατελείωτας ώρας εντός του στρατοπέδου, τα κωλοφάνταρα, μη έχοντας πως να σκοτώσουν το χρόνο τους, ασελγούν επί της γλώσσας, όπως ακριβώς οι φυλακισμένοι και άλλες «ειδικές» πληθυσμιακές ομάδες. Πάνε κόντρα στην ορθοδοξία της επίσημης γλώσσας, και μεταχειρίζονται τους λόγιους τύπους της με τη δέουσα ασέβεια, όπως ακριβώς τους αξίζει: ακρωτηριάζοντάς τους.

Η φανταρίστικη ασέλγεια δεν περιορίζεται μόνο επί της γλώσσας. Ενίοτε επεκτείνεται και στο ίδιο το σώμα του φαντάρου (τατουάζ, τσαμπουκάδες, ντραγκς) ή - ακόμη καλύτερα - στο σώμα των συστρατιωτών του. Υπάρχουν διάφορα εξαιρετικά βίαια φανταρίστικα παιχνίδια για σκότωμα της ώρας, π.χ. ο περίφημος βεζίρης. Σε ακόμη πιο εξτρήμ καταστάσεις, λένε απλά πως στο στρατό ανακαλύπτεις τις κρυφές σου κλίσεις. Αλλά δε συνεχίζω μ' αυτά διότι αποτελούν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Και κάτι τελευταίο. Το εξόδου ακούγεται και σαν γενική του έξοδος, κι όλοι έχουμε καταλάβει τα τελευταία χρόνια πόσο πιασάρικες είναι αυτές οι γενικές που αντικαθιστούν ονομαστικές, π.χ. ο τύπος είναι παμπλούτου (αντί πάμπλουτος), η κατάσταση είναι απαλεύτου (αντί απάλευτη), αυτά που μου λές είναι απιστεύτου (αντί απίστευτα) κ.ο.κ.

(στην παραμεθόριο)

- Μαλάκα, το βρίζουμε το κωλονήσι που μας στείλανε, αλλά έχει και τα καλά του. Πήγα χτες σ' ένα μπουρδελάκι στην πόλη που μου είχαν πει, κι η κοπέλα τα έσπαγε! Το καλύτερο τσιμπούκι της πενταετίας, άσε που τέτοιο θεόμουνο δεν παίζει με την καμία να γαμήσεις σε νορμάλ φάση. - Ναι ε; Καλά, θα πάω αύριο που είμαι εξόδου να ρίξω ένα βλέφαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρωμιάρης κι ατημέλητος (λόγω βαρεμάρας ή εκ πεποιθήσεως κι όχι λόγω ανέχειας ή κάτι τέτοιο).

Από το «βρωμύλος» και το «βρωμόκωλος».

Αυτός που το είπε (πραγματική περίπτωση), απλά πήγε να πει για κάποιον κάτι απ τα δύο, αλλά τελικά μην έχοντας αποφασίσει προς στιγμήν ποιο θα χρησιμοποιήσει, τα ένωσε λίγο κι έκανε το «βρωμίκωλος».

Δηλαδή ήταν λέξη που ειπώθηκε, αλλά και σχηματίστηκε, κατά λάθος. Αλλά παρέμεινε...

...αυτός είναι βρρρωμ...ί...κωλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψωλίστας, πουτσιστής, λουφαδόρος. Αυτός που ασκεί την πανάρχαια τέχνη του ψώλινγκ (ψωλάρει), δηλαδή αποφεύγει τεχνηέντως πάσης μορφής εργασία.

Για τις απανταχού Σουσούδες, προφέρεται psoleur, γαλλιστί (όπως βαλέρ, ντονέρ κτλ).

Στρατέικη έκφραση.

-Πού' ναι ρε ο Γιάννης;
-Ξέρω γω; Κάπου θα την πέφτει πάλι.
-Ωραία. Εμείς εδώ έχουμε πήξει κι αυτός πούθεν. Μέγας ψωλέρ αυτό το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά δεν...

Shoot = πυροβολώ.

«Σουτάρω» είναι η κλοτσιά στην μπάλα του ποδοσφαίρου. Σουτάρουμε κάτι κάπου και μπάλα στα δίχτυα του αντιπάλου τέρματος. Στα στρατά όμως, σουτάρω κάποιον στην σέντρα (σέντρα - center - είναι στο στρατό η πρωινή αναφορά) είναι ότι αναφέρω κάποιον στην αναφορά του λόχου, τάγματος, ταξιαρχίας κ.λπ.

Το σουτάρω παραπέμπει σε ποινή και όχι σε άδεια ή εύφημον μνεία ή ό,τι άλλο αλλά μόνο σε ποινή, δηλαδή δεν λες του άλλου «σε σεντράρω για τιμητική άδεια», αυτό είναι λάθος.

Επίσης χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πλακώσουμε κάποιον στις κλωτσιές («θα τον αρχίσω στα σούτια τα ατελείωτα»).

-Τί έγινε ρε παλιοσειρά! Τί έμαθα; Σε σούταρε στην σέντρα ο λοχαγίσκος, διότι, λέει, παρήγγειλες πίτσες και του τις χρέωσες ρε πεινάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς ο αξιωματικός κάνει έφοδο στο φυλάκιο (κοιτάτε κορίτσια τη τραβάμε και δεν ξυρίζεστε και κάθε μέρα) βλέπει τον φαντάρο να τον έχει πάρει (αμάν πια, τον ύπνο) και του σφυράει και το μαναράκι ξυπνά τρομαγμένο και η αξιοματηκάρα του ρίχνει 10 ήμερο στην ψειρού.

Καραβανέζικη σλανγκιά.

Θα σου σφυρίξω μια δεκαήμερο ρε μικρέ ψάρακα και θα με θυμάσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified