Further tags

Χαρακτηρισμός των Δόκιμων Αξιωματικών κατά την Β' φάση της εκπαίδευσής τους (3ος - 4ος μήνας).

Βλέπε ορισμό της λέξης αλφάς.

- Αχ και πότε θα γίνουμε Βητάδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.

Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.

- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος φαντάρος ή συνηθέστερα ο νεοφερμένος στη μονάδα.

Πιθανότατα προέρχεται ετυμολογικά από τις αγγλικές λέξεις: new + fish

Συνώνυμα: ψάρι, ψάρακας, αρουραίος.

Εφτά νιούφηδες ήρθαν σήμερα, τέρμα οι αγγαρείες για μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στρατιωτική ζώνη που φοράνε οι φαντάροι (προέρχεται από τα αρχικά Α/Τ).

Δεν έχει νούμερο για να φοριέται από όλους ανεξαρτήτως πάχους και διαθέτει τρύπες για να προσαρμόζονται οι παλάσκες.

- Σφίξε την ΑΤ σου να πάμε για περίπολο...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει υψηλόβαθμο αξιωματικό, συνήθως Ταξίαρχο και Στρατηγό (λόγω των πολλών αστεριών που φέρουν στη στολή).

- Πρέπει να κάνουμε γυαλί το στρατόπεδο, γιατί θα κάνει επιθεώρηση ο αστεράτος από τη Μεραρχία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ανθυπασπιστής στον στρατό. Είναι ο βαθμός που παίρνουν οι καραβανάδες προτού γίνουν αξιωματικοί.

- Ήρθε καινούργιος ανθύπας σήμερα, από την φάτσα καλός φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.

Συναντάται και ως τακ-λάιν.

Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!

Βλέπε και τάκοταϊμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, το γραφείο του επιλοχία που βγάζει τις υπηρεσίες των φαντάρων (επιλοχάδικο).
Πιθανόν η έκφραση προέρχεται από το «μαγείρεμα» που πέφτει στις υπηρεσίες.

  1. Πετάγομαι μέχρι το μπιφτεκάδικο να δω τις υπηρεσίες...

  2. Ευτυχώς που στο μπιφτεκάδικο είναι το ασιμί μου και με σκαντζάρει εξοδούχο μέρα παρά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο (συνήθως το G3 για τους απλούς φαντάρους) στην στρατιωτική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την κλασσική προτροπή κάθε λοχία προς τους νεοσύλλεκτους:
«Τα όπλα σας να τα προσέχετε και θα τα αγαπάτε σαν τις γκόμενες σας, μην σας τα φάνε».

Πω πω άφησα ξεκλείδωτη την γκόμενα στον θάλαμο και θα φάω πάλι καμπάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς στρατιωτική έκφραση που σημαίνει στρατόπεδα παραμεθορίου (κυρίως του Έβρου και των άγονων νησιών). Τα μέρη αυτά είναι τόσο απομακρυσμένα, που στους χάρτες της Ελλάδας που είναι κρεμασμένοι στα στρατιωτικά γραφεία έχουν καρφώσει τις πινέζες για να στερεώνονται στον τοίχο.

  1. - Πως πω πινέζα μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω στο κρύο.

  2. - Θα σε στείλω να υπηρετήσεις στην πινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified