Further tags

Όρος του χαρτοπαιγνίου "πικέτο". Δηλώνει τους επιπλέον 50 πόντους που παίρνει ο παίκτης όταν κερδίζει όλες τις μπάζες.

Μεγάλη τύχη σήμερα φίλε μου. Μου πήρε τρίτο καπότο στη σειρά!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι πόντοι που κερδίζονται σε κάποια χαρτοπαίγνια, ανάλογα με τις μπάζες που παίρνει ο παίκτης. Μερικές φορές διακρίνεται σε μεγάλη και μικρή (π.χ. στο πικέτο).

Ήταν μια παρτίδα αμφίρροπη. Η μεγάλη λέζα ήταν "κομμένη", αλλά κατάφερε και πήρε τη μικρή.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ρουλέτα.

-Άσε έχασα πάλι 500€

- Φρούτο;

- Όχι, στη Ρούλα

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία του Πλωμαρίου της Λέσβου είναι η σφαλιάρα και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.

Α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν τα έχω ξεφτιλίσει όλα, όταν λειτουργώ χωρίς σεβασμό και ντροπή.

-Άσε, έσκισε την τσόχα ο δικός σου. Δεν σέβεται τίποτα πλέον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικό, εμπνευσμένο από την ξερή. Ο άσχετος αμυντικός.

- Καλό το σέντερ μπακ του Πανακρατηριακού;
- Μπά, δεν κόβει μπάλα ούτε με βαλέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχηματικός όρος, η ισοπαλία σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

- Ρε συ έπιασα πέντε χινάρια κι η βαζέλα μου σπάσε το δελτίο με τον Αστέρα
- Τι θες και παίζεις τους τσουρουκάδες ρε

Προφανώς από το «Χ», δες και χηνόπουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified