Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχιατρική αργκό.

Ορισμός από ΛΚΝ: «ρυθμίζω (-ομαι): κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο, π.χ. ρυθμίζω τη μηχανή.

Είναι φορές που κάποιος χάνει το ρυθμό του, δεν μπορεί να συμβαδίσει με τους αναγκαίους χρόνους της κανονικότητας που όλοι οι άλλοι γύρω του αναγνωρίζουν σαν σωστούς. Είτε καθυστερεί ανεπίτρεπτα, όταν χάνεται και περιπλανιέται σε δικές του διαδρομές, είτε τρέχει ιλιγγιωδώς, όταν προλαβαίνει να ανακαλύψει πράγματα και σχέσεις, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν απολύτως τίποτα.

Με άλλα λόγια, είναι φορές που οποιοσδήποτε μπορεί να τα παίξει, που δεν την παλεύει, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να κουβαλήσει άλλο το φορτίο της καθημερινότητάς του σαν καλό παιδάκι, μαζί με τα άλλα παιδάκια.

Τότε, αν υπάρχουν στην εικόνα εκείνοι που νοιάζονται γι' αυτόν, θα τον πάνε για ρύθμιση. Θα τον πάνε κάπου που θα τον φροντίσουν, θα του παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες, θα του δώσουν τα κατάλληλα φάρμακα, ώστε να ξαναπάρει μπροστά, να συμβαδίσει πάλι με τους υπόλοιπους, να πάψει να δημιουργεί προβλήματα και να ξαναρχίσει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, χωρίς απρόβλεπτες καθυστερήσεις ή επιταχύνσεις που δημιουργούν δυσλειτουργίες και όσο να ΄ναι δυσάρεστη ατμόσφαιρα στον ίδιο και τους γύρω του.

  1. - Πάλι τα' παιξε ο γείτονας. Κυλιότανε κάτω και φώναζε τη μάνα του την πεθαμένη να τόνε σώσει γιατί λέει έρχονται οι κακοί να τον πάρουν. - Μη μασάς, συνηθισμένο φαινόμενο. Θα' ρθει ο αδερφός του να τον πάει στην κλινική να τον ρυθμίσουνε και φτου κι απ΄ την αρχή.

  2. Οι κοινωνικοί λειτουργοί της οργάνωσης έψαξαν και βρήκαν όσα μπόρεσαν. Ότι έχει ψυχωσική συνδρομή. Ότι έχασε τον πατέρα της νωρίς. Μεγάλωσε με τη μητέρα της, επίσης με ψυχωσικό σύνδρομο, κι έναν αδελφό με χρόνιο πρόβλημα εξάρτησης. Δουλειά πουθενά. Βγήκε στο πεζοδρόμιο, στην πιο λούμπεν εκδοχή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γέννησε τρία παιδιά και τα άφησε σε ιδρύματα. Πέρσι, με τη βοήθεια μιας θείας της, του μόνου συγγενή χωρίς σοβαρά προβλήματα, μπήκε στο Δρομοκαΐτειο. Έμεινε ένα μήνα, βγήκε. Τον Σεπτέμβριο ξαναμπήκε για άλλους τέσσερις. «Ρυθμίστηκε», όπως λένε οι γιατροί. Άκουσε συμβουλές, πήρε φάρμακα, έλεγξε την ασθένεια. Όταν βγήκε, σταμάτησε τα φάρμακα και απορρυθμίστηκε. Γνώρισε στον δρόμο κάποιον και ζουν μαζί, με τα χρήματα που βγάζει αυτή από το πεζοδρόμιο, έγκυος γυναίκα. Του έχει εμπιστοσύνη, δεν της φέρεται άσχημα. Αλλά φτάνει; (από εφημερίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη για τη διακοπή ρεύματος, αφού μεταφέρθηκε στην ελληνική ως άκλιτη, τείνει ν’ αναλάβει ρόλο πασπαντού για κάθε μπλοκάρισμα και δυσλειτουργία που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος.

Ειδικότερα:

  1. Αιφνιδιαστικό μπλοκάρισμα που οφείλεται σε πολύ στρες ή έντονη συγκίνηση, όπως χαρά, λύπη, γκάβλα κλπ. και μας κάνει να μένουμε παγωτό, σαν σε κώμα, ανίκανοι ν’ αντιδράσουμε και να κάνουμε αυτό που απεγνωσμένα κι επιτακτικά επιθυμούμε ή πρέπει.

  2. Βαριά κατάθλιψη που μας αποδιοργανώνει τελείως και μας αφήνει ανίκανους να κάνουμε ο,τιδήποτε. Τούνελ βαθύ και σκοτεινό μέσα σε συναισθήματα απαισιοδοξίας, απόγνωσης και ματαιότητας, με αμφίβολη την έξοδο. Περιγράφεται στο παράδειγμα 2, όπου κττμγ ο όρος δεν περιορίζεται να χαρακτηρίσει μόνο την περίπτωση των εξετάσεων, όπως θεωρεί ο ασθενής, αλλά την όλη του κατάσταση.

  3. Αφλογιστία του ανδρικού μορίου, ανικανότητα -πρόσκαιρη- για ερωτική πράξη (γι’ αυτό δίστασα λίγο, εφόσον αυτές οι τσούλες στο κοσμοπόλιταν και την ενθαδική ύπαρξη φερ’ ειπείν με το μουνί τους θα τη συσχετίσουν, εφόσον όμως λημματογραφούμε αδόκιμους όρους νομίζω ότι περνάει).

  4. Αμνησία, προσωρινή ή και οριστική, όπως επί αλτσχάιμερ.

  5. Αφασία. Υπαρξιακή κρίση ταυτότητας που εκδηλώνεται με την απόλυτη απάθεια. Κατάσταση πολύ συγγενής με τη νιρβάνα, μόνο που αντί για απόλυτη ικανοποίηση ο πάσχων αισθάνεται ακριβώς το αντίθετο: ανυπέρβλητη ανία και βαρεμάρα. Πολύ κρίσιμη ψυχική κατάσταση, εφόσον μπορεί ν’ ακολουθηθεί από έκρηξη δημιουργικότητας, αλλά μπορεί και να διαρκέσει για όλη την υπόλοιπη ζωή του πάσχοντος.

  1. Ωστόσο, αυτό που θεωρώ ότι μου προκάλεσε αυτό τον φόβο ήταν κάποια στιγμή στην ηλικία των 10 όπου θα έλεγα ένα ποίημα μπροστά σε μία κατάκλειστη αίθουσα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου και ήθελα να την εντυπωσιάσω, εγώ ανεβαίνοντας στην σκηνή ξέχασα το ποίημα και έπαθα ένα γενικότερο μπλακ άουτ όπου δεν μπορούσα να σκεφτώ και έτρεμα.
    (μπλακάουτ από στρες) εδώ

τρωω φρικες κ παθαινω μπλακ αουτ και αγχωνομαι σε σημειο να μν αναπνεω οταν μου αναθετουν κατι κ το μυαλο μ παιρνει σβουρες να κανει σχεδια να τα βγαλω εις περας, κ αν δεν τα καταφερω τρελαινομαι ρε παιδια!!!!!!πρεπει οπωςδηποτε να κανω αυτο που χω σχεδιασει κ δν μπορω!
εδώ

Εδώ ίσως να είναι σκόπιμο να πώ οτι εξαιτίας ενός προηγούμενου ατυχήματος η βελόνα έφυγε για αλλαγή πηνίου και αναβελόνωση.Κοινώς σχεδόν καινούργια βελόνα. Αφού λοιπόν ξεκίνησε η κουβέντα ο Κυριάκος έπιασε τα εργαλεία του και ξεκίνησε. Ευθυγράμιση πικάπ - Ευθυγράμιση βραχίονα και ρύθμιση βάρους. Ρύθμιση του antiskate με δίσκο-ρύθμισης. Έπειτα ξεκίνησε η ακρόαση. Νομίζω οτι μέχρι πρίν 2 βδομάδες θα ήμουν σαφής. Το pink triangle και ένα πικάπ αυτής της κατηγορίας είναι αρκετό. Παραπάνω δέν φαίνονται και τόσο οι διαφορές. Είναι ίσως ανούσιο για το ίδιο το μέσο. Όμως έπαθα black out!!! (μπλακάουτ του χαϊφιντελίστα βινυλιομάχου από την κάβλα). εδώ

  1. «Δεν έχω όρεξη για διάβασμα. Δεν μου αρέσει η σχολή μου, αισθάνομαι ότι έχω «μπουχτίσει» από τα πάντα. Δεν μπορώ να αυτοσυγκεντρωθώ. Δεν μπορώ να αποφασίσω ούτε για το τι παντελόνι θέλω να βάλω. Αναβάλλω συνεχώς ότι έχω να κάνω, ακόμα και να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Δεν έχω διάθεση για παρέες, φοβάμαι μήπως με κοροϊδεύουν για την ακμή μου. Δεν μπορώ να πλησιάσω κοπέλες. Δεν έχω καθόλου αυτοπεποίθηση. Αγχώνομαι να πλησιάσω μια κοπέλα λόγω της εμφάνισης μου. Δεν βρίσκω τι να πω στους φίλους μου. Αισθάνομαι ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι από μένα, τα βλέπω όλα μαύρα. Πάω να εξετασθώ και παθαίνω black out με αποτέλεσμα να δώσω λευκή κόλλα. Το μυαλό μου είναι άδειο». εδώ

  2. αμα δεν θελει τοσο πολυ σεξ και απο την ολη συμπεριφορα μπορεις να το καταλαβεις αλλα απο το αμα του σηκωνεται η οχι σκετο δεν μπορεις,εχει τυχει σε φιλο μου να ριξει γκομενα που την ηθελε τρελα κ να παθει μπλακαουτ οταν πηγε να γινει...
    εδώ

  3. Κάθε φορά που πηγαίνω στο γιατρό λες και παθαίνω μπλακ αουτ και ξεχνάω όσα θέλω να ρωτήσω!
    εδώ

  4. Έχει πάει ήδη 4.50 τα ξημερώματα κι εγώ δεν έχω γράψει ούτε λέξη!
    Δεν είναι κατάσταση αυτή!
    Ειλικρινά, θα αρπάξω τον υπολογιστή και θα τον ξεφορτωθώ μια και καλή, κάτω απ’ το μπαλκόνι!
    Είχα διαβάσει κάποτε σ’ ένα άρθρο για το λεγόμενο μπλακάουτ των συγγραφέων, αλλά ποτέ δεν περίμενα ότι θα συμβεί σε μένα!
    εδώ

βλ. και βλακ άουτ, κοκομπλόκο, κλακάζ, μπλε οθόνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημανθεί, να καταδειχθεί, με παραλληλισμό, η ακατανίκητη προσήλωση, το εξαιρετικό ενδιαφέρον, η προσκόλληση, αλλά και ο ερεθισμός, η ισχυρή διέγερση, η αφύπνιση κάποιου, ιδιαιτέρως σε κάτι η από κάτι πολύ συγκεκριμένο.

Είναι αποδεδειγμένο ότι το κόκκινο χρώμα προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική και συναισθηματική ένταση στους περισσοτέρους ανθρώπους, πολλώ δε μάλλον εντονότερη στους ψυχασθενείς.

Για τον τρίτο της παρέας, λάτρη του υπερβολικού στήθους, που έχει καρφωθεί στο πληθωρικό ντεκολτέ της διπλανής:
Ο πρώτος: - Μην καρφώνεσαι έτσι, ρε μαλάκα.
Ο δεύτερος:
- Τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει.

το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει (από iwn, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified