Further tags

Κρητική λέξη που σημαίνει κάτι το καλό, κάτι το κουλ. Συναντάται και ως «εκλεμπεριά».

- Καλό το καινούργιο Immortal;
- Έκλεμπερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.

- Αμάν ρε Κούλα είσαι και πολjύ γυναικάρα και με τρελαίνjεις...
- Μη μι λες τέτοια Θανάης, κι αναφανταλιάσκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...

Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Ρε συ, ο Καπετανέας δεν ήταν σειρά σου στο ΚΕΔΒ;
- Τι μου τον θύμισες τώρα... Μ' αυτόν είχαμε φάει τα σάλια μας, αλλά απολύθηκε νωρίτερα γιατί ήτανε γιωτάμηνο και κατέληξα να κάνω παρέα με κάτι πουστόνεα.

Βλ. τρώμε τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγγός, από το αγγλικό mute που βρίσκεται σε κάθε τηλεκοντρόλ που σέβεται τον εαυτό του.

- Έπιασες τελικά κουβέντα με το γκομενάκι;
-Μπα...εγώ μίλαγα κι αυτός καθότανε σαν μούτος όλη νύχτα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε όλη την Θεσσαλία τον τζάμπα μάγκα.

- Σιγά μωρέ τον τύπο. Αυτός είναι μαγκιά, κλανιά κι ο κώλος καταφύγιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις Σέρρες χρησιμοποιούμε την φράση: «Φάγαμε φουρφούρι» σε περιπτώσεις που πήγαμε κάπου και δεν άξιζε τα λεφτά που δώσαμε ή τον κόπο που κάναμε.

- Φάγαμε φουρφούρι!
- Ας προσέχαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται στην Κρήτη –πρέπει να αλλάξω γεωγραφικό διαμέρισμα, νομίζω...– και ολόκληρο είναι: «μου αγγίζει (ενν. τα νεύρα)».

Συνώνυμο του «μου τη δίνει», «με εκνευρίζει», «μου την παίζει» –κι αυτό το τελευταίο πάλι σε αποκλειστική χρήση στη μεγαλόνησο.

Περικλής: Είδα τη Λίλιαν χθες με το νέο αμόρε, καμαρωτή-καμαρωτή! Μού 'γγιξε ρε μαλάκα!
Φίλος Πέρι: Υπομονή, ντουντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified