Further tags

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

(σαμοθρακίτικο) Ένας άντρας που τον κάνουν ότι θέλουν οι γυναίκες.

Οι γυναίκες παιδί μου όλο ψέμα είναι... Βρίσκουν κάτι πατσκανάριες ίσα για να τους κάνουν τα ψώνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τσίχλα που πετάει σαν γεράκι; είναι το γεράκι που μασάει τσίχλα; είναι είδος πουλιού με μπερδεμένο DNA; είναι απειλούμενο είδος πτηνού;

Τίποτα από τα άνω. Λέγεται ο καριόλης που κατάφερε να κλέψει το πορτοφόλι σου από το μετρό χωρίς να το πάρεις χαμπάρι...

- Τάσοοοοομμ μι κλέψαν του πορτουφόλ απου του μετρού. - αχχχχ Τασούλαμμμ, τσιχλουγέρακου ου τίπουςςς τσιχλουγέρακούυυυυυ...

Το δόκιμο τσιχλογέρακο (αν δεν απατώμαι) (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βρώσιμου μανιταριού. Φυτρώνει κυριολεκτικά εκεί που κλάνει η αλεπού.

Χρησιμοποιείται επίσης ως βρισιά για μηδαμινό, ανάξιο σημασίας άνθρωπο.

Ανήκει και στο αρκαδικό ιδίωμα, δες.

Στο Δ.Π. υπό tzagos.

  1. το μανιταρι απο πανω το λεμε αλεποπορδη το πατας κ κανει ενα πουφ κ βγαινει σκονη που περιεχει σπορια. (Εδώ)

  2. ΑΛΕΠΟΠΟΡΔΗ
    Σα να λέμε FOXFART. Που σε συνδυασμο με τον FIREFOX μας κανουν ένα πρωτογνωρο πυροκλανι αλεπούς.
    - Πού;
    -Εκεί που κλάνει η αλεπού. Χαχαχα. (Εδώ).

  3. ma kala authn thn alepopordi pou leme kai sto xwrio mou den thn empikse sto xwma kanenas ; (Εδώ).

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπρος / καπρί: το αγριογούρουνο.

Το λέμε για να δείξουμε ότι κάποιος έχει πολύ μπρουτάλ άτιτιουντ.

Πόσο κάπρος μπορεί να είναι ο Δημητράκης ...είδες πώς της μίλησε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακοπίτουρας μουνοσαλιάρης φλώρος, ο μουνόδουλος. Πιθανότατα εκ των μουνί και νιανιά.

Στην Κρήτη, έχει την ευρύτερη έννοια του γυναικά, του γκομενάκια (βλ. εδώ, σελ. 730).

1. Η ταινία [Dawn of the Dead] είναι σπουδαία και αυτός ο τραμπαρίφας, ηληθιόβλακας, μουνιενιές, κλασομπανιέρας, τσανακογλύφτης, μπαγλαμάς με την επωνυμία ΕΜΕΤΟΣ με τις εξυπνακίστικες μπαρούφες της - η παλιαδέρφω - να βγάλει απ'τον πρωκτό το φαλικό σύμβολο και να σταματήσει να ξεσπάει - για την ακατάσχετη βλακεία που δυσκολεύεται να προσδιορίσει ότι τον κυριεύει - στους θαμώνες του message board.

2. Να ειρωνεύεται ο καραίσκος τον τραγουδιστή του έρωτα ε μα αυτό πάει πολύ. ποιός ο καραίσκος ο γνωστός σε όλους μουνιενιές και σαλιάρης μονίμως καψούρης-γεροντοκαψούρης ακόμα και ο πάριος θα μπορούσε να πάρει μαθήματα σαλιαρίσματος και αιδοιοδουλείας από τον καραίσκο, ήμαρτον καραίσκο ποσο πια φαρισαισμό κρύβει το κούφιο σου κεφάλι...

4. ΤΑ ΕΧΟΥΝ ΠΗΔΗΞΕΙ ΣΤΗ ΣΕΑΠ ΤΑ Π#ΥΣΤΡ@ΚΙΑ ΚΑΙ ΔΕ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΝ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥΣ ΟΙ ΑΡΕΙΟΙ…ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΡΠΑΖΟΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ…ΚΟΙΝΩΣ ΜΟΥΝΙΕΝΙΕΔΕΣ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικομάνι, η συνάθροιση γυναικών στο τοπικό ιδίωμα της Ζακύνθου.

Πιθανώς εκ των μουνί και επέλασις.

1. Μπα, που να το φάει η φάουσα και το κακό γαρμπούνι, κι οπού τον εγεννόσπυρε να μη μείνει μπουκούνι, και να το πιάκει σύφλογο, νιασμός και κολορέντσα, να το θερίσει μιάτζιμιας τσου χοίρωνε ιφλουέντσα, που αρέβαρε ο μόμολος να κάμει το μορόζο, τσι σερενάτες άρχεψε αντίπερα το μπότζο. Κοπιάσανε κι οι όστριες, πίπιλο μουνολάσι, τσί κραξ' η θυγατέρα μου, ταχιά μην πάει και χάσει.

(γλωσσάρι, από εδώ)
φάουσα: γάγγραινα
δαρμπούνι: ασθένεια
μπουκούνι: κομμάτι ψωμί
σύφλογο: σύφιλη
κολορέντζα εντερική πάθηση
μορόζος: αγαπητικός
μπότζος: εξώστης βενετσιάνικου σπιτιού

2. μουνολάσι (= συνάθροιση γυναικών –Ζάκ.)

(από σφυρίζων, 23/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Χυδαίο λολοπαίγνιο πάνω στο μουνί και την ουρήθρα.

Εκφέρεται ποικιλοτρόπως:

1. Γι αυτό να προτιμάς τις κοπέλες με ξυρισμένη μουνίθρα.
(σε συζήτηση για μουνόψειρες)

2. πω ρε τι μουνίθρα ειναι αυτη....μου χει φυγει το κλαπέτο
(σε συζήτηση για φωτογραφίες από παρέλαση)

3. Τώρα ξεψαρώσαμε και δεν φοβόμαστε μη μας δώσουν τη μουνήθρα στο χέρι που λέμε κι εμείς

4. ΓΑΜΗΣΙ ΑΠΟ ΚΩΛΟ, ΒΑΖΕΛΙΝΗ ΜΕ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ, ΠΟΛΥ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΞΕΚΩΛΙΑΡΑ ΜΟΥΝΗΘΡΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουφιοκέφαλος, ο ακατοίκητος, ο χαζός κατά μια έννοια. Όταν ρε παιδί μου δεν κάνει ρέτζιστερ, το κεφάλι δεν επικοινωνεί με το σώμα, «το παιδί δεν κάνει...», θέλει αλλά δεν το 'χει.

Κλασικά ο ανερούβαλος, ξεχνά το κινητό και τα τσιγάρα στο τραπεζάκι φεύγοντας από τον καφέ, κλειδώνει την πόρτα και τα κλειδιά είναι μέσα, πάει για μπύρες στο περίπτερο χωρίς να πάρει μαζί του λεφτά, και αλλά πολλά ωραία, καταλήγοντας συνήθως το ανέκδοτο της παρέας.

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν συνήθως κάπου στη Κρήτη καθώς ο ανερούβαλος είναι γέννημα-θρέμμα της Μεγαλονήσου.

Νικολής τση Μαριγώς: Μπρε συ Κωστή, ήντα 'ναι κειοσές ο Μανωλιός τση Αριάνθης. Επήγε πάλι στο Ηράκλειο να πλερώσει τσι τροφές και δεν εβάστουνε μαζί ντου μήδε τα λεφτά μήδε τη κάρτα τση Γιουρομπάγκ, εγάειρε οπίσω και είχενε και παραιτημένο στο ΚΤΕΛ το σάκο ντου...
Κωστής τση Πέτραινας: Ε, τον ανερούβαλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified