Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Got a better definition? Add it!
Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Got a better definition? Add it!
Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.
Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου
...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)
Got a better definition? Add it!
Η μηχανή που σου παίζει τον πούτσο σου άμα τον βάλεις μέσα. Αλλά και η κοπέλα που κάνει πίπα με αυτόματο μηχανικό τρόπο και καλό ρυθμό.
Τσιμπουκιέρα τσιμπουκιέρα μοιάζεις με την φοντανιερα,
Το ψωμακι σαν βουτισεις κωλαρακι θα δωρισεις
Βουτα όλη την σαλτσουλα αυτό δεν σε κάνει τσούλα
Το τυράκι αν τσιμπισεις ισως να τον κολατσισεις
Τι και αν γύρισα τον κόσμο το αιδίο μυρίζει διόσμο
Κωλαράκι άμα δωσεις την βραδιά ισως να σώσεις.
http://juanitopoet.blogspot.gr/2009/12/blog-post_30.html
Got a better definition? Add it!