Further tags

Ειρωνική ερώτηση σε κάποιον που δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει να σταθεί σε ένα χώρο με τους υπόλοιπους της παρέας.

Παρμένο από παλιό ανέκδοτο της δεκαετίας του ογδόντα.

Λάκης (που τον έχει φέρει ο Βιόλης στην παρέα) μέσα στο ρεστοράν, μεγαλοφώνως, ρωτάει τους υπολοίπους:

- Ρε μαλάκες, δε πιστεύω το μαγαζί να είναι πιασέκωλο...

Σήφης ρωτάει το Βιόλη:

- Θα' τρωγες μια μπανάνα τώρα;

Bιόλης:

- Μπα, όχι με τίποτα!

Σήφης:

- Καλά εσύ δε θες, το μαϊμού δε θέλει μπανάνα;

smile (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαμμένος, ηλίθιος, στόκος, βλάκας, μαλάκας και λοιπά καλολογικά.

Για αγγλικά αντίστοιχα του όρου, δες εδώ.

  1. οι χίτες ήταν συνεργάτες των γερμανών ρε βλαμάδι!

  2. ένα ανώριμο βλαμάδι είναι που δεν ξέρει να γράφει ουτε ελληνικά και έχει μεγαλώσει με τα σάλια των δικών του.

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βλάκας, βραδύνους, ο άλαλος.

Αρκαδικό.

Τι κάνεις ρε μώκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που τρώει ακατάπαυστα.

- Φίλε παρήγγειλα pizza και θα της γαμήσω την μάνα!
- Ανάθεμά σε χύτρα! Φουσκί! Πριν από 2 ώρες πάλι έτρωγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστικός, μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται από αυτοαποκαλούμενα «υπεράρια» εθνίκια ή φασιστοειδή προς ανθρώπους που οπτικά ή πολιτισμικά δεν είναι του γούστου τους.

Ο όρος αφθονεί σε blog και forum του λεγόμενου ακροδεξιού-χαοτικού χώρου, ο οποίος όμως πολύ συχνά έρχεται σε στενή συνάφεια με το ακριβώς αντίθετο άκρο, αυτό των μπαχαλάκηδων-αντιεξουσιαστών (παρ. 1).

Άλλοτε πάλι, χρησιμοποιείται για να τονιστεί η καταδίκη μας προς ένα συγκεκριμένο άτομο, για μια αποτρόπαιη πράξη στην οποία περιέπεσε (παρ. 3).

Το παρ. 2 είναι μικτό.

- Υπάνθρωπος κατσίβελος πρεζάκιας τρυπάει τ΄αρχίδια του μπροστά σε μικρά παιδιά (από εδώ)

- Υπάνθρωπος (προφανώς εγγλέζα λούγκρα) τρακάρει καροτσάκι με το μωρό μέσα, στα Μάλλια. (από εδώ)

- Σέρρες: Δικάζεται υπάνθρωπος που σκότωσε κουτάβια με φτυάρι (από εδώ)

Η Erica έλεγε ψέμματα (από allivegp, 07/12/11)Subhuman by Throbbing Gristle (από Vrastaman, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο μικρός και άβγαλτος σεξουαλικά νεανίας. Ο αδέξιος και πρωτάρης μαμιάς. Το ατσούμπαλο και μαλθακό αγόρι. Ενίοτε και αυτός που την έχει μικρή σαν του εφήβου. Δεν τον λες και πρότυπο ανδρισμού.

  2. Το ίδιο το ανδρικό μόριο, όταν θέλεις μικροσκόπιο για να το δεις.

  3. Ο αεράτος γκέι. Ο κουνιστός και λυγιστός φλώρος.

Από τον ιστό:

''Δεν κρυβομαι πισω απο καινουρια νικ οπως κανεις εσυ φιρφιρικι''

''Ο κοσμος το εχει τουμπανο, και ο ΦιρφιRicky κρυφο καμαρι.... ''

''Σ,αρεσει το γιαπωνεζικο φιρφιρικι μωρο μου;;;''

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο συνηθίζει να εμφανίζεται απρόσκλητο κάπου, σε ένα φυσικό η ηλεκτρονικό περιβάλλον. Είναι απρόσκλητο διότι η παρουσία του εκνευρίζει τους άλλους αλλά εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν το θέλει ή το περιμένει και χαλάει τη γιορτή.

Εναλλακτικά, είναι το άτομο που χαλάει μια ομαδική δραστηριότητα με την γκρίνια του επειδή μπορεί να μην θέλει να συμμετέχει.

  1. - Αχ, ήρθε ο Ακης... Μα καλά ποιος τον κάλεσε αυτόν;;
    - Δεν ξέρω, θα αρχίσει πάλι τις μαλακίες... Είναι μεγάλος χαλασογιορτούλας....

  2. - Πάμε να παίξουμε καμία μπιρίμπα..
    - Μπα βαριέμαι.
    - Μην είσαι χαλασογιορτούλας...

Σε άλλες γλώσσες: killjoy, party pooper (αγγλικά), Spielverderber (γερμανικά), aguafiestas (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράττων το παπατζιλίκι. Κοινό χαρακτηριστικό σε πολλούς άνδρες.

- Κοίτα έναν παπάτζα! Μας τα έχει πρήξει με τις μαλακίες του σήμερα...

- Ρε.. τι παπάτζας είναι αυτός; Το τι ασυναρτησίες μου τσαμπούναγε, άλλο πράμα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παταούγκα: πεϊνιρλί με πατάτα και ρώσικη.

Χρησιμοποιείται και σαν κοροϊδευτικό προσωνύμιο που μοιάζει με το κεφτές.

- Ρε ο Γιώργος προχθές έπαιξε το Barcelona- Sociedad διπλό!!! - Ε τι παταούγκας που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified