H πουστοποίηση.
Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).
- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.
H πουστοποίηση.
Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).
- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραφθορά της λέξης κανίβαλος.
Η λέξη λέγεται για κάποιους αγενείς, χωρίς τρόπους και φέρεσθαι, οι οποίοι έχουν θράσος περισσό, και συναντώνται σε όλες τις ηλικίες και κοινωνικά στρώματα.
Μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, και κατά κανόνα κινούνται με ιδιοτέλεια προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς αιδώ.
Γενικά είναι ο συμφεροντολόγος, ο παρτάκιας, μπορεί να περιμένεις να παρκάρεις και θα κοιτάξει να χωθεί θρασύτατα να σου κλέψει τη θέση, εάν μπορεί να εξαπατήσει οποιονδήποτε για να κερδίσει οτιδήποτε, στη τελική είναι το άτομο χωρίς αξιοπρέπεια.
- Καλώς τον Ριρή τον καρνίβαλο, τι κάνεις, η οικογένεια καλά;
- Γεια σας, καλά εσείς; Θα μου βάλετε ένα μπολ παγωτό με μπόλικο σιρόπι σοκολάτα, και εάν μπορείτε φτιάχτε μας μια ομελέτα σαν αυτή που μας φτιάξατε εχθές... ήταν πολύ ωραία!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο απαθής. Ο τελών σε κατάσταση μακάριας αδιαφορίας. Ο ευρισκόμενος σε νιρβάνα. Αυτός που δεν παίρνει μυρωδιά και δεν αντιδρά σε τίποτε.
«Βούδας της Ραφήνας» έχει χαρακτηριστεί και ο τ. Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ΙΙ επειδή συνόψιζε στο πρόσωπό του τις παραπάνω ιδιότητες όταν θα περίμενε κανείς ν' αναλάβει δράση για φλέγοντα ζητήματα.
Ο «Βούδας» Καραμανλής, ο «Μαοϊκός» Πάγκαλος και άλλες ιστορίες… από το wikileaks (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Τεμπέλης, κουράδα, μούχλας. Μόνος σκοπός ύπαρξής του είναι να τρώει, να κοιμάται και να χέζει, δηλ. να παράγει σκατά (κουράδες).
(Δυο φίλοι πίνουν καφέ στην παραλία)
- Ρε μαλάκα, έχεις δει το Μήτσο; Πού 'ξαφανίστηκε ο μαλάκας;
- Άσε ρε μαλάκα με την κουραδομηχανή. Τού 'χω σπάσει τ' αρχίδια στα τηλέφωνα και όλο βαριέται ο άχρηστος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.
Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.
- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...
Got a better definition? Add it!
Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.
Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.
Πάσα: assthorn
Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!
Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!
Got a better definition? Add it!
Ρετρό μπαμπαδίστικη προσβόλα για αραιή τριχοφυΐα, κυρίως του προσώπου.
Πέον να καταγραφεί και η παππουδίστικη εκδοχή «διαλελυμένο συλλαλητήριο» (με αύξη) που τείνει να εκλείψει.
(Διάλογος γερομπισμπίκη και γερομπινέ)
- Τι μουστάκι είναι αυτό, σαν διαλελυμένο συλλαλητήριο!
- Ασταδιάλα παλιοφούχταλο που θα πεις εσύ για το μουστάκι μου!
- Το φερετζέ σου θες να πεις μωρή σαψάλω!
- Μου αρέσει όταν μιλάς βρώμικα.
- Your place or mine, big boy;
Got a better definition? Add it!
Φτύστε τον κόρφο σας άφοβα. Κι εγώ το ίδιο έκανα όταν άκουσα αυτή την μελιστάλαχτη, υπέρτατης μεγαλοψυχίας, κατάρα.
Ευτυχώς επέζησα για να την καταγράψω. Μην πάει και χαμένη η έμπνευση της λεγούσης.
Αγανακτισμένη αντίπαλος στο zoo.gr:
-Εγώ μια φορά στην πήρα την παρτίδα!
-Π&άνα είσαι και π^$άνα παραμένεις, που να σε νεκροφιλήσουν το πρωί.
Βλ. και που να σε φιλήσει η μάνα σου κρύο αλλά και λοιπές ευχές: που να κολλήσεις γλίτσα από αλεπουδόψαρο!, που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο, που να μείνεις αγάμητη!, που να μείνεις κουλός και καυλωμένος, που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου, που να ξεράσεις τα άντερα σου και τα συκώτια σου
Got a better definition? Add it!
Συνηθέστατη βρισιά ότι κάποιος είναι πούστης, και όχι με την καλή έννοια, αλλά με την έννοια του πονηρού, του «άνανδρου», του μη γενναίου και ό,τι υβριστικό.
Βλ. και τα νεφρά μου παλιόπουστα.
Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. (Εδώ).
εχε χαρη ρε παλιοπουστα,κολοτουρκαλα,που εχουμε κοτες κυβερνησεις. (Εδώ).
Αναρωτιέμαι, και την ίδια στιγμή δεν αναρωτιέμαι, τι σημαίνει επαναστάτης σήμερα: αυτός που απεργεί απειλώντας τον εργοδότη «παλιόπουστα θα γίνεις φλαμπέ» (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Μεταφορικά, όταν κάποιος περνά το χρόνο του άσκοπα.
Σε άλλες γλώσσες: to dick around (αγγλικά), rumtrödeln (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified