Further tags

Τον πούλο: Πα να φύγουμε (στη παρέα) , ή φύγε από 'δω ( σε τσαμπουκά).

- Ωχ σηκώνουνε καρέκλες (σε μαγαζί)
- Αντε τον πούλο..

- Παρ' τον πούλο ρε παλιόπουστα, μη σε γαμήσω επαέ..

Γιώργος Γεωργίου, στο 1:01. (από patsis, 22/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιβιαστής ή τηλεβιαστής

TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής

Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.

Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…

Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.

Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 14/11/07)(από Tarantula, 14/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη παρεξηγήσιμος βαθμός ηλιθιότητας. Στην αναφορά του δεν αποβλέπει να προσβάλει ή μειώσει τον συνάνθρωπο σαν οντότητα, αλλά να τον επαναφέρει στην τάξη. Συχνά αναφερόμενο και σε χώρους εργασίας για αυτούς που δε μπορούν να αναταπεξέλθουν στις απαιτήσεις.

- Εσύ δεν θα φας τίποτα για βράδυ;
- Τι λες βρε γίδι; Νηστικός θα μείνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.

Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή που δεν το κρύβει.

-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, αλλά εν χρήσει.
α. σα να λέμε: «του πούστη».
β. συμπληρώνει και ενισχύει τα υβριστικά επίθετα

α. - Πήγα πάλι από κει και ήταν κλειστό. Ε, του κερατά, δεν ξαναπάω.

β. - Αυτός, είναι μια παλιόπουστα του κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, προσβλητικά: το αιδοίο.

περιττό

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δόλιος τύπος, αυτός που μόνο και μόνο εξαιτίας της φυσιογνωμίας του δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη, ίσα-ίσα δημιουργεί υποψίες ότι είναι ικανός για ύπουλα καμώματα. Συνήθως πρόκειται περί ιδιαίτερα ήσυχου ατόμου. Πιθανόν να κοιτάει τον άλλον λοξά και όχι στα μάτια.
Ο όρος ισχύει για γυναίκες και άντρες.

-Πώς σου φάνηκε αυτός;
-Για ποντικομαμή τον κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published