Further tags

Το Αρναούτης ή Αρναούτος στην Κρήτη είναι πολύ συνηθισμένο προσβλητικό επίθετο, χειρότερο από το Γρόθος.

Προέρχεται από το τούρκικο Arnaut που σημαίνει Αρβανίτης, οι παλαιότεροι αποκαλούσαν Αρναούτες τους κατοίκους της Αττικής και της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανόμενης και της Μάνης κατά τον 18ο αιώνα όταν άρχισαν να βγάζουν την κατάληξη -άκης από τα επίθετά τους.

Ένα άλλο κρητικό στολίδι είναι το Ρούτης ή Ρούτος, που είναι το χαϊδευτικό του Αρναούτης και είναι ποιο ελαφρύ, έχει την έννοια τις αδεξιότητας και της γκάφας γενικά.

  1. Ολημερίς το χτίζανε τη νύχτα γκρεμιζόταν… ιντα να περιμένεις από Αρναούτες...

  2. Άρχισες πάλι τσι ρουθιές; Θα σε ποβγάλω…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eξάγεται από τον χαρακτηρισμό παρθενόπη. Υποκοριστικό παρθενοπιπίτσα.

Είναι ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στον χαρακτηρισμό παρθενόπη που αφορά κοπέλες που έχουν πάρει όλο τον ανδρικό πληθυσμό ,αλλά δεν βάφονται, ενίοτε είναι και λίγο άπλυτες και παριστάνουν τις ''συντηρητικές''.

Συχνά ταλαιπωρούν τον πιο μαλάκα από τους γκόμενούς τους δίνοντάς του μόνο πίπα-κώλο, εξ'ου και η σύζευξη παρθενόπης με πίπα.

Σύμφωνα την ελληνική Wikipedia, η λέξη παρθενόπη υπήρχε στην αρχαιότητα ως κύριο όνομα θεότητας. Η Παρθενόπη ήταν μια από τις μυθικές Σειρήνες της Ελληνικής Μυθολογίας. Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από τις ακτές που διέμεναν οι Σειρήνες γνωρίζοντας σχετικά για την ανθρωποφαγία τους αντιπαρήλθε με το σκάφος του και τους συντρόφους του την περιοχή τους, χωρίς να σταματήσει. Τότε απελπισμένη η Παρθενόπη που δεν ανταποκρίνονταν ο Οδυσσέας στο θέλγητρo της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Το πτώμα της εκβράσθηκε σε μια παραλία της Ιταλίας όπου οι τότε, μόλις νεοφερμένοι εκεί κάτοικοι, άποικοι Χαλκιδείς από τη Κύμη, το περισυνέλεξαν και το ενταφίασαν σε μνήμα. Γύρω από το σημείο εκείνο ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα τους πόλη, αποικία, που ονόμασαν Παρθενόπη, η οποία και είναι η σημερινή Νάπολη στην Ιταλία.

- Aπό μέρους μου (νεολογισμός-απόδοση του ''εκ μέρους μου'', μήπως χρειάζεται λήμμα ως slang;) δεν έδωσα κανένα δικαίωμα.
- Αφού μου πήρες πίπα μωρή πουτάνα.
- Για μένα σχέση είναι μετά το πρώτο φιλί. Με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο αμάξι δεν θα κάνεις ποτέ σχέση. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ψωλαρμενίζει, που τα ξύνει.

Απο Ελληνοφρένεια:
- (γηραιά κυρία) Δεν τον έχεις ακούσει πώς μιλάει αυτόν το Γιώργο (ΓΑΠ); Σαν Αρμένης.
- (Αποστόλης) Τι; - Σαν Αρμένης!
- Ο Γιώργος δεν είναι Αρμένης. Είναι ψωλαρμένης.

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναικωτός άνδρας, ο οποίος καταναλώνει πολύχρωμα κοκτέηλς.

- Μπάρμαν πιάσε ενα skyfall II.
- Άντε ρε γκέτση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζητά με τσαμπουκαλεμένο ύφος να του πάρουν τσιμπούκι. Αλλά και αυτός που παίρνει τσιμπούκια ο ίδιος.

Όταν τον βλέπανε να περνάει δεν τον φωνάζανε με το όνομά του, αλλά λέγανε: «Καλώστον τσιμπουκαλή».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης αναλυταράς, ή αλλιώς ο δημοσιοκάφρος (ή καλεσμένος δημοσιοκάφρου) του οποίου οι analύσεις ευνοούν τις εγχώριες και διεθνείς αλήτ.

Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο που διαδίδεται ραγδαία τον τελευταίο καιρό κυρίως στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε το μεγεθυντικό αναλυταράς για τους αναλυτές που παρουσιάζουν υπερβολική οίηση και επίφαση επιστημονικότητας, που εντάσσουν το σκεπτικό τους σε μεγαλεπήβολα αφηγήματα, και που προσπαθούν να κάνουν μυστιφικέισιο στον απλό ή και αδαή λαό που τους ακούει. Χαρακτηριστική είναι η χρήση ξύλινης γλώσσας και επιστημονικής τζάργκον μαζί με ένα υφάκι ὡς ἐξουσίαν ἔχοντος. Πλέον βλέπουμε φού και φού και το λολοπαίγνιο (βλ. λ.χ. Οι Αληταράδες κι οι Αναλυταράδες) και την ίδια τη γραφή αναληταράς, για να περιγράψει ένα πολύ γνωστό θέαμα. Τον αναλυτή (συχνά οικονομαλόγο ή φιλόσοφο της ευθύνης) που με ύφος χιλίων καρδιναλίων κουνάει επιτιμητικά το δάκτυλο στην κυρα-περμαθούλα που ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της επισημαίνοντας άλλον έναν λόγο γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Δεν είναι πάντοτε σαφές αν ο αναληταράς analύει έτσι επειδή είναι μίσθαρνο όργανο της ελίτ της αλήτ, ή απλώς για να ικανοποιήσει τον δικό του ναρκισσισμό (ή και τα δύο). Πάντως αποτελεί το πιο σύγχρονο σκέλος (και ιδεολογικό εποικοδόμημα) από ένα τρίπτυχο νεο-αλητείας που γνωρίζει ριβάιβαλ στις μέρες μας θυμίζοντας εποχές καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού, μαζί με τους ασφαλήτες και τους νεο-ταγματαλήτες.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

  1. Κανένας καρεκλοκένταυρος ανΑΛΗΤΑΡΑΣ δεν μπορεί να καταλάβει πως πρέπει να περιορίσουμε και τις πολεμικές δαπάνες για να σηκώσουμε κεφάλι. (Εδώ).

  2. Ο/Η αναληταρας και ευρωπιαρης έγραψε: (πριν 2 μήνες). η πασοκια σε πληρη ανθιση.. (Εδώ).

  3. ουτε οικονομολογος ειμαι αλλα ουτε και οικονομικος αναληταρας...
    αλλα κατα τη ταπεινη μου αποψη οι διαφορες «κρισεις» ειτε «μινι» ειτε «παγκοσμιες» ...«βουτηρο στο ψωμι» των «αφανων» οικονομικων αρχοντων (των hedge-fonds και μη...) αυτου του πλανητη. (Εδώ).

  4. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ομοφοβική και γενικά σεξιστική ρίμα (γενικώς καταδικαστέα), που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά (σε β' πρόσωπο) ή ως επικριτική διαπίστωση (σε γ' πρόσωπο).

Διαδόθηκε κυρίως ως παραλλαγή του γνωστού παραδοσιακού άσματος Σαμιώτισσα, η οποία παραλλαγή είχε ως εξής: «Σαμιώτισσα Σαμιώτισσα, έμαθα πως το κάνεις, όχι από εκεί που κατουράς Σαμιώτισσα, αλλά από εκεί που κλάνεις».

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων

Εδώ παραδίδεται ως καφροπολιτικό σύνθημα ενάντια στις συμπαθείς πασοκομούνες, αδόμενο κατά το Σαμιώτισσα- Σαμιώτισσα:

Πασπίτισα-Πασπίτισα
έμαθα πως το κάνεις όχι από κει που κατουρείς πασπίτισα
αλλά απο κει που κλάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρυκόλακας του βούρκου, η επαίσχυντη μορφή βρυκόλακα, πώς λέμε μουνί της λάσπης.

Άτιμη Κενωνία...Έχει γεμίσει ο κόσμος αρπάχτρες, φαταούληδες, βουρκόλακες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.

Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό καριόλης προκύπτει από το θηλυκό καριόλα < ιταλικό carriola που σημαίνει κρεβάτι, η ειδικότερα «κρεβάτι για μικρά μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι» (δες). Ο συσχετισμός αυτός με το κρεβάτι ήταν που οδήγησε στη σημασία πόρνη για την καριόλα και από εκεί στον αρσενικό σχηματισμό καριόλης, που είναι μια γενικότατη βρισιά για έναν άνδρα χωρίς ηθική, μπαμπέση, κακό, ύπουλο, μοχθηρό κ.τ.ό.

Καριόληδες που ήδη υπήρχαν στο σάιτ: καριόλας, ψιλοκαριολάκος, φερτηκαρταρεκαργιόλη.

1. Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Ένα από τα τελευταία κείμενα του Μανώλη Ρασούλη, από το μπλογκ του:

Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη. Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη. Ήσυχα κοιμάται η πόλη. Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη.
Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;
Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.
Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.
Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει; Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του. Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον. Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα. Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.
Έκ γενετής; Μπορεί. Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.
[...]
Εν κατακλείδι – αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Θάνατος.

2. Μάικ Τάισον: Ο μεγαλύτερος καριόλης στην Ιστορία της πυγμαχίας.

3. Γεράσιμος- Alain Badiou: Είμαι καριόλης μέχρι το κόκκαλο! Θα ήθελα να πω εδώ πως και εγώ ο ίδιος είμαι μαρξιστής, μαρξιστής μέχρι το κόκκαλο, τόσο αυθόρμητα και φυσικά ώστε να μην χρειάζεται να το δηλώνω σε κάθε ευκαιρία… [...] Είναι αλήθεια ότι ο πραγματικός μαρξισμός έκανε σημαντικά βήματα, χάρις στον Λένιν, τον Μάο και μερικούς άλλους ακόμα.
(από Alain Badiou – Η γεροντική άνοια σήμερα: Το ξύπνημα εξαιτίας της ακράτειας ούρων, κεφ. I, σελ. 17).

"Δώστε μου ένα μπιστόλι να σκοτώσω τον γκαριόλη". Άζμα του Χάρρυ Κλυνν ως Διγενή Αντύπα. (από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified