Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.
-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....
Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.
-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....
Got a better definition? Add it!
Ο χαζός-τρελός, ο γκάου, ο φευγάτος.
Πιθανότατα είναι σύντμηση του τσαζλός, το οποίο πιθανόν προέρχεται απο το τζους (φεύγω).
-Πάμε από το σπίτι του Νίκου;
-Είσαι τζαζ ρε; Τέτοια ώρα;
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, ηλίθιος κλπ. Κυρίως τη δεκαετία του '80.
Προήλθε απο τα Ποντιακά ανέκδοτα, τα οποία ήταν ξενόφερτα, και αναφέροταν σε διάφορους λαούς (πχ. τα Γαλλικά ανέκδοτα λένε για τους Βέλγους οτι κάνουν όλο λακαμίες).
Όταν τέτοια ανέκδοτα ήρθαν στην Ελλάδα, για να είναι μέσα στα πράγματα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε τα ονόματα με κάτι σχετικό, και βρήκαμε τους Πόντιους. Αποτέλεσμα, να φαίνονται ηλίθιοι.
Ρε Πόντιε, δεν σού 'πα να προσέχεις; Μου τά 'χυσες πάνω στο χαλί!
Έδωσα τάληρο στον περιπτερά και μού 'δωσε ρέστα 15! Πόντιος είναι;
Got a better definition? Add it!
Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.
Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!
Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!
Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!
Got a better definition? Add it!
- Τι παπάρας! Πάλι με άφησε να περιμένω μέσα στο κρύο.
- Τι σου έλεγε πάλι ο παπάρας; Πάλι για τη βίλα του στο Πανόραμα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ηλιθιοηλίθιος.
- Τι βλακόβλακας, Θεέ μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.
Ο υπερβολικά κοντός.
- Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!
- Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Βλ. και βρωμόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μπούλης, το χοντρό βουτυρόπαιδο που το παίζει δραστήριος.
- Χα χα! Δες τον βαβουροπατάτα που έβαλε και για το δεκαπενταμελές. Τ' αρχίδια του θα πάρει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που το πρωί δουλεύει στα χωράφια (τσάπα) και το βράδυ σε νυχτερινά κέντρα, σκυλάδικα (τσούλα).
Κενό
Got a better definition? Add it!