Further tags

Κυνική και αυτοαναφορική εκδοχή της φράσης «άει στο διάολο» που είναι πια πολύ κοινότοπη για να μπορέσει να εκτονώσει όποιον την λέει.

Γαμώτο, το γκομενάκι στο γυμναστήριο δεν μου έριξε ούτε μία ματιά αν και το κοίταζα με γουρλωμένα μάτια συνέχεια... Ασταδγιάλα ρε πούστη μου, πότε θα βρω εγώ γκόμενο;

(από Khan, 15/12/13)

βλ. και ασταδιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «μα τι στο καλό!!!!». Εκφράζει έκπληξη. Χρησιμοποιείται από σπουδαγμένους στο εξωτερικό, φανατικούς και φανατικές του Sex And The City και άλλων σήριαλ εξ Αμερικής.

  1. Εχτές γύρισα από την δουλειά και βρήκα την μαμά μου και τον μπαμπά μου να το κάνουν στο σαλόνι.... «Γουανταφάκ!!!» πρόλαβα να πω πριν βγω από το δωμάτιο...

  2. «Εμείς γουανταφάκ! Όχι εσύ», άκουσα τους γονείς μου να λένε καθώς έβγαινα από το σπίτι αηδιασμένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος εφηβικής ηλικίας που δίνει έντονα την αίσθηση ότι όταν γίνει ενεργός σεξουαλικά θα γίνει γκέης.

Ο Γιώργος ήταν φοβερό πουστάκι μικρός. Πώς έγινε τόσο μουνάκιας μεγαλώνοντας, είναι απορίας άξιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το ταγάρι αποτελεί χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η χρήση της έκφρασης «μου έγινε ταγάρι» γίνεται σε περιπτώσεις φορτικών, αδιάκριτων και ενοχλητικών τύπων, ανεξαρτήτως φύλου, που γίνονται της προσκολλήσεως.

Η επιλογή της λέξης «ταγάρι» πιθανόν να κολλάει με το γεγονός ότι αυτό ήταν αναπόσπαστο χρηστικό αξεσουάρ των χωρικών. Κάτι σαν την σημερινή πουστιέρα, όπου έβαζαν μέσα τα καθημερινά απαραίτητα και έπρεπε να το σέρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν.

Αλλιώς: μου έγινε τσιμπούρι, βδέλλα, κολλιτσίδα.

- Ωραία μέρα σήμερα... δεν πάμε για κανά καφεδάκι;
- Και δεν πήγαμε!
- Γιατί μαρή; Πάλι δεν προκάμεις;
- Σούρτα-φέρτα τα παιδιά, εφορία, τράπεζα, σουπερμάρκετ... σου φτάνουν ή θες κι άλλα; α! να πάω και τ' αυτοκίνητο για πλύσιμο, το υποσχέθηκα του Τάκη!
- Ωραία, θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω και μετά, όταν τελειώσουμε, θα πάμε για καφέ...
- Να σου λείπουν τα λούσα! θα τρέξω να τελειώσω τις δουλειές μου γιατί θέλω να προλάβω και το κομμωτήριο, κατάλαβες ή να κάνω και κακά;
- Ε, και τι σε πειράζει να 'ρθω κι εγώ;
- Με πειράζει γιατί δεν θα τελειώσω ποτέ των ποτών και στην τελική σαν πολύ ταγάρι δεν μου έχεις γίνει τελευταία ρε φιλενάδα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ασήμαντος, ο τελευταίος κρίκος της τροφικής αλυσίδας, η κατώτατη βαθμίδα σε οποιοδήποτε ιεραρχικό σύστημα (όπως έλεγε και ο Βέμπερ).

Συνήθως ο ανθυποτίποτας δεν έχει αντίληψη του πραγματικού ειδικού του βάρους και στριτζώνεται αδίκως.

Εμπνευσμένο από την στρατιωτική ορολογία, συναντάται και εκτός στρατεύματος.

- Για να μπει λίγο τάξη εδώ!
- Άει ρε ανθυποτίποτα, παράτα μας!

(από jesus, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα όταν γαμιούνται με τον ένα και τον άλλον, δεν τους νοιάζει τίποτα και δεν έχουν ενδοιασμούς.

-Ρε μαλάκα κοίτα μια γκομενάρα!
-Τι λες ρε μαλάκα κοίτα την χταποδιάρα που κωλοτρίβεται σε όλους.

H Χταποδιάρα της Καραϊβικής (από Vrastaman, 09/02/09)H Maud Adams ως Octapussy στην ομώνυμη ταινία James Bond. (από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά μίαν άλλην εκδοχήν, ως Χορταρέας χαρακτηρίζεται η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού κτλ

Φαίδων: «Διέθεσα σήμερον χρήματα ίνα αγοράσω χασίς»
Τρύφων: «Πάλι; είσαι Χορταρέας μέγιστου βαθμού!»

(από Khan, 17/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται εκ της λέξεως «πάπαρος», υπερθετικός της λέξεως «παπάρας» πολλαπλασασθείσα επί 3. Δηλώνει δε τον παπάρα μεγάλης ολκής, τον εξαιρετικά μέγα τη τάξει παπάρα. Ως γνωστόν, η ιδιότητα ενός παπάρα ενίοτε ογκούται συν τω χρόνω, τουτέστιν ο απλός παπάρας δύναται μεταβληθήν εις τριπάπαρο λίαν συντόμως!

Φαίδων: «Μα είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν παραβιάζομεν τον ερυθρό σηματοδότη εν όψι αστυνομικού οχήματος! Τριπάπαρε!»
Αριστογείτων: «Όντως...!»

Trip a Paros (από Vrastaman, 17/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που και τον παίρνει και μιλάει κι από πάνω.

Με τη λέξη, ο ομιλητής εκφράζει την αγανάκτησή του για το γεγονός πως ο συνομιλητής του δεν φτάνει που είναι ομοφυλόφιλος, έχει και θράσος.

- Άσε ρε θρασύπουστα...ζητάς και τα ρέστα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified