Τον πούλο (όπως θα λεγόταν στα ισπανικά αν υπήρχε ανάλογη λέξη).
- Πω πω, ρε συ μόλις πληροφορήθηκα ότι χάνουμε 2-0!
- Los poulos...
Τον πούλο (όπως θα λεγόταν στα ισπανικά αν υπήρχε ανάλογη λέξη).
- Πω πω, ρε συ μόλις πληροφορήθηκα ότι χάνουμε 2-0!
- Los poulos...
Βλ. και σχετικά λήμματα: παίρνω τον πούλο, τον πούλο αρμ, τον πούλο τον τρεχάτο και τον πούλοβιτς
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς ή / και μαλθακός άνθρωπος, ο μη δραστήριος.
- Ρε αυτόν τι τον βάλαν να παίζει επίθεση; Αφού είναι μοσχάρι.
Got a better definition? Add it!
Ο απατεώνας, που δεν ξηγιέται καλά. Βλέπε και αρχίδι.
- Ώστε ο Τάκης σου έφαγε λεφτά ε; Δεν περίμενα ότι θα σου κάνει τέτοια πουστιά!
- Καλά, έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου, έχει να φάει πολλές μπουνιές το σκουλήκι!
Βλ. και σχετικό λήμμα ξηγιέμαι σκουληκιάρικα - στον πληθυντικό (σκουλήκια, τα) έχει διαφορετική χρήση
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος μακρυμάλλης, αξύριστος και βρώμικος, έτσι ώστε το στυλ του να θυμίζει άνθρωπο των σπηλαίων. Συνήθως λέγεται υποτιμητικά, σαν βρισιά.
- Ρε συ πάλι έκανε κατάληψη στη σχολή η ΠΚΣ!
- Ε τι περιμένεις από τέτοιους σπηλαιανθρώπους; Γίνεται να πάρεις τέτοια άτομα στα σοβαρά;
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικό του «πουστράκι». Χρησιμοποιήται για εφήβους κυρίως, ή για άτομα που μικροδείχνουν.
Ε το πουστόμωρο, ακόμα δεν πήγε λύκειο και μας το παίζει και μάγκας.
Got a better definition? Add it!
Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.
Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια
- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επί Τουρκοκρατίας, μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα. Είχαν φήμη ότι ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι. Συνειρμικά, η λέξη παραπέμπει στον Αλή Πασά και η φράση «Τουρκαλβανοί τζοχανταραίοι» ήταν στάνταρ κλισέ στα ολίγον πατριδολάγνα, ολίγον τρομολάγνα, ολίγον μελό αναγνώσματα του μεσοπολέμου τύπου «Καπετάν Βρυκόλακας».
Στην τρέχουσα, η λέξη είναι σπάνια και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον μπασκίνα τραμπούκο και γενικότερα τον εγκάθετο, αυτόν που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Με την έννοια αυτή, θα έλεγαν ορισμένοι, η σημασία του λήμματος τσοχανταραίοι που εισάγει ο Deliolanis έχει τη λογική της.
Απαντάται και ως τσοχανταραίος, τζοχαντάρης και τσοχαντάρης.
Η προέλευση της λέξης πρέπει να ανάγεται στο τούρκικο jandarma και το συνώνυμο αλβανικό xhandar = χωροφύλακας.
Δες και το λήμμα κάνω ζάφτι.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Έχει και ’ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
-Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ’ς την ποδιά και βόλια ’ς τοις μπαλάσκαις.
-Κόρη για ρίξε τα άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των τουρκών τα χέρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.
Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.
Εν συντομία: μπα-γου-δο.
Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!
Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!
Βλέπε και το αναλυτικό άρθρο της Καθημερινής για την προέλευση του συνθήματος.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα που καθιέρωσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη για διαπόμπευση κι εξοβελισμό δημοσίων προσώπων, συνήθως πολιτικών, που διαπράττουν σοβαρό ατόπημα.
- Ο Κούγιας έχει ως γραμμή υπεράσπισης του πελάτη του αστυνομικού την δυσφήμηση του νεκρού δεκαπεντάχρονου.
- Όξω πούστη απ' την παράγκα!
Got a better definition? Add it!
Ανήκεια στην μεγάλη και γνωστή οικογένεια των -μούνα, -γκόμενα.
Είναι συνώνυμο της χαζομούνας. Αναφέρεται σε όμορφες γυναίκες (μούνες) με χαμηλό δείκτη IQ (τούβλα).
Αυτό άλλωστε είναι σύμφωνο με το εξής (σεξιστικό) αξίωμα: το άθροισμα ομορφιάς και νοημοσύνης σε κάθε γυναίκα είναι σταθερό.
- Η τηλεόραση έχει γεμίσει με γλάστρες και τουβλομούνες. Ανοίγουν το στόμα τους και δεν μιλάνε, φτύνουν βλακείες. Άι κιου ραδικιού.
- Μα φυσικά, η τηλεόραση είναι τόοοοσο γενναιόδωρη. Μας προσφέρει την αποχαύνωση απλόχερα!
Got a better definition? Add it!