Further tags

Μια εκ των πιθανών ανταπαντήσεων στην εκτοξευόμενη απειλή: «Θα σε γαμήσω».

Υποδηλώνει ότι ή ο ανταπαντών έχει γλώσσα μυρμηγκοφάγου, ή ότι αυτός δε μασάει και τελικά καταλήγει να απειλείται ο αρχικώς απειλών.

Άλλες πιθανές ανταπαντήσεις είναι:

Εκτός βέβαια αν ο απειλούμενος είναι πούστης κι άσχημος και αποδεχθεί την πρόταση.

- Αν ξαναπαρκάρεις εδώ θα σε γαμήσω.
- Θα με γαμάς και θα σου γλείφω την πλάτη.
- %$&#«^^#+_~^%#))^@$@$%@%#%$(($...

Επίσης: θα με γαμήσεις με τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομαντατούρ (βρε καλώς την): το σόι της γυναίκας μου, όλες της οι φίλες (και οι μανάδες τους), συν όλες οι συναδέλφισσές της.

Φόβος και τρόμος κάθε παντρεμένου. Υπάρχει περίπτωση να γυρίσεις να κοιτάξεις μια περαστικιά, και η κομαντατούρ να αποφανθεί ότι τη γαμείς (που τέτοια τύχη), και να καταδικαστείς σε τρίμηνη κρεβατομουρμούρα (αν δεν είστε παντρεμένοι, δεν μπορείτε να διανοηθείτε για το τι ποινή μιλάμε).

Κομαντατούρ (Kommandantur) εις την γερμανική σημαίνει διοικητήριο, φρουραρχείο, κυβερνείο. Ήταν ουσιαστικά το κυβερνείο που εγκαθιστούσαν οι Γερμανοί σε όλες τις κατακτημένες περιοχές. Eκεί κατέφευγαν όλοι οι ρουφιάνοι κατά την διάρκεια της κατοχής, με πληροφορίες, για να αποκτήσουν την εύνοια του κατακτητή. Στη κομαντατούρ μαζεύονταν και αρχειοθετούνταν όλες οι ρουφιανιές.

Φράση που εκστομίζει ο Αυλωνίτης σε έμπιστο συνομιλούντα, επί της εμφανίσεως της Βασιλειάδου στο πλάνο.

-Τι έγινε ρε Λάκη προχθές; Συνέχισες το καμάκι με τη ξανθιά στο μπαράκι.
-Τρελός είσαι; Φεύγοντας δεν είδες ότι πλάκωσε η κομαντατούρ η κουνιάδα μου! Για ήρωες ψάχνεις;

(από electron, 03/09/09)(από Vrastaman, 03/09/09)Η ναζιστική Kommandantur στην Αθήνα. (από Khan, 03/09/09)(από GATZMAN, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκόλλα με το μυαλό σου (σε σχέση με γκόμενα), ξεπέρασε την.

Φράση απο φιλοσοφίες του τοίχου. Ο ερωτοχτυπημένος νεανίας γράφει στον τοίχο κοντά από εκεί που περνάει η αγάπη του, η οποία μάλλον πέρασε πανεπιστήμιο σε άλλη πόλη, την εξής φράση:

«Θα σε περιμένω αγάπη μου όσο χρειαστεί... σοκολατάκι μου σε λατρεύω». Και ένας άλλος νεανίας, πιο σακκουλεμένος, του προτείνει (έχοντας στο νου, ότι πάει φοιτήτρια και όχι καλόγρια) να φάει μια λάκτα και να τη χέσει!!!

-Έχω πρόβλημα. Το Μαράκι μου κάνει τζιριτζάτζουλες.
-Καλά να πάθεις ρε πορνόγερε. Εσύ 40, και πήγες κι έμπλεξες με 20 χρονών κοριτσάκι. Δεν το φανταζόσουνα;
-Αφού την πάτησα ρε! Τι θες να κάνω; Αλλά τον τελευταίο καιρό μ' εχει γειώσει άσχημα.
-Εγώ σου λέω θα χει βρει κανέναν της ηλικίας της και θα φας το σουτ. Και θα πονέσει...
-Εγω θα περιμένω
-Φάε ρε μαλάκα μια λάκτα και χέστην.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].

  1. - Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!

  2. Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:

  • Όρνιο
  • Ρεντίκολο της κοινωνίας
  • Κνώδαλο
  • Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
  • Αίσχος του Κουτσόπυργου
  • Ρεζίλ μπασή
  • Ανάπηρο κορμί
  • Άχρηστο τομάρι
  • Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
  • Ψοφίμι
  • Ψοφάλογο
  • Ζοντόβολο
  • Καρνάβαλε
  • Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
  • Τρεμολέων
  • Αίσχος της φαμίλιας μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H έκφραση δηλώνει την παντελή αδιαφορία τινός σε καταστάσεις οι οποίες απαιτούν υπευθυνότητα, άμεση ανταπόκριση, ή τεσπά μια ενεργητική αντιμετώπιση. Είναι συνώνυμη των ξύνω, ματώνω, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, λαμβάνει όμως πιο απαξιωτική χροιά για τον δέκτη, η οποία εξαρτάται κυρίως από το υφάκι του πομπού.

Όπως και να το κάνουμε το να ξύνεις τ' αρχίδια σου σε μια προτροπή είναι πιο αντρουά από το να ασχολείσαι με τον καλλωπισμό της τριχοφυΐας των οπισθίων σου. Συνεπώς ο εκστομίζων τη προκείμενη, στοχεύει εκτός από τον εγωισμό σου, το φιλοτιμό σου κ.τ.λ., εις το να πλήξει τον ανδρισμό σου. Διότι στον καλλωπίζωντα τις κωλότριχες, κουμπώνει (μεταφορικά και κυριολεκτικά ) το κάνε χωρίστρα κι έρχομαι.

Υπάρχει και η περίπτωση να χρησιμοποιείται σκοπίμως, από μερίδα ανδρών:

  • είτε γιατί το ξύσ' τ' αρχίδια σου δεν συνάδει με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και προτιμούν τις γκεϊλιτεχνικές εκφράσεις,
  • είτε γιατί θέλουν να αντιστρέψουν - διασκεδάσουν το κλίμα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο εκάστοτε σπασαρχίδης. Και, παρ' όλο που την καπότα δεν τη βγάζουν κλάνοντας, δηλώνουν στον συνομιλητή τους ότι, όχι μόνο δεν τους ακούμπησε η ατάκα, αλλά έχουν γραμμένη και την οποιαδήποτε άποψη, αυτός θα σχηματίσει, με τα λεγόμενά τους.

    Η περίπτωση να χρησιμοποιείται απο το γυναικείο φύλο αποκλείεται, ή δεν έχει, τουλάστιχον εις κατάστιχον, επισήμως καταγραφεί.

Με διαφορετική προσέγγιση, η έκφραση χτενίζω κωλότριχες είναι συνώνυμη των παρκάρω πούτσες, βαράω μαλακία στους κουλούς, ξυρίζω αρχίδια και τέλος, γυρνάω μεριά τις ψωλές σε πλάζ γυμνιστών, να μην αρπάξουν. Η τελευταία εργασία (ένσημα βαρέα ανθυγιεινά) με γαντάκι και καλάμι, απαραίτητα αξεσουάρ.

  1. (Μεταξύ φίλων: )
    - Δεν είπαμε να έρθεις στις 03.00 για να προλάβουμε;
    - Δε προλαβαίνουμε;
    - Εμ δεν προλαβαίνουμε. Άμα χτενίζεις τις κωλότριχές σου δυο ώρες, τι να προλάβουμε;

  2. (Στο εργοτάξιο: )
    - Ωχ, έσκασε μύτη ο σπασοκλαμπάνιας
    - Ρε σεις οι δυο εκεί κάτω! Πάλι τις κωλότριχές σας χτενίζετε; Έχουμε δουλειά!

  3. (Στο γκέημπαρ: )
    - Δε μου λες χρυσή μου, έκανες τίποτα το πουτσουκου;
    - Μπα, χτένιζα τις κωλότριχές μου.

  4. (Στο καψιμί: )
    - Ρε στραβάδι πάλι τα ξύνεις; Για έλα εδώ παιδάκι κι ότι έψαχνα αγγαρειομάχο
    - Δε παίζει αμίγκο, μετά το ξύσιμο έχω να χτενίσω τις κωλότριχές μου.
    - Εκδηλώθηκες, μωρή κρυφή!
    - ...

  5. (Στο νοσοκομείο: )
    Ο νοσοκόμος Λιλιάμτης, προετοιμάζει γερόντιο για αφαίρεση αιμορροΐδων κι έχει ξεχάσει την πόρτα του θαλάμου ανοικτή. Διερχόμενος γνωστός του από το στρατό (έχουνε χρόνια να ιδωθούνε), τον ρωτάει:
    - Ε, Λιλιάμτη! Που είσαι αρά χαμένους; Τι φκιάνς;
    - Αρ, δε γλιέπς; Κωλότριχες χτενίζου.

(από BuBis, 08/09/09)άλλος; (από BuBis, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτα απ' όλα φτύστε τον κόρφο σας και τρέξτε στην κουζίνα και κρεμάστε μια αρμαθιά σκόρδα (καλού-κακού). Παρότι η λέξη, παλιά αναφερόταν και σε άλλου περιεχομένου ανακοινώσεις, τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανάπτυξης των επαρχιακών και περιφερειακών ΜΜΕ και της γραφιστικής τέχνης, το τοιχοκόλλημα αποκλειστικά αναφέρεται στο λυπηρό γεγονός της αναχώρησης από τον εφήμερο τούτο κόσμο.

Ως σλανγκ, το τοιχοκόλλημα έχει δύο χρήσεις. Την θετική (χάριν αστεϊσμού), και την αρνητική (ως βαριά βρισιά).

(Η αλήθεια είναι ότι σαν βρισιά, λόγω μάλλον του χοντρού του χαρακτήρα της, χρησιμοποιείται μόνο εξ αποστάσεως, και ως επί το πλείστον στα γήπεδα).

  1. Διάλογος 75άρηδων σε καφενείο, αφότου σιγουρεύτηκαν, για το ποιος είναι ποιος.
    - Βρε καλώς τον. Και νόμιζα ότι είδα τη φωτογραφία σου τοιχοκόλλημα. Κι έλεγα είναι δεν είναι...
    - Εγώ ήμουν, αλλά το μετάνιωσα. Δεν μπορούσα να φύγω μόνος κι ήρθα να σε πάρω...
    (αν δεν έχετε πάει σε καφενείο υπερήλικων, δεν μπορείτε να φανταστείτε γιατί μπλακ χιούμορ μιλάμε).

  2. - Ρε που να σε δούμε τοιχοκόλλημα, βρωμοκοράκι, που 'ρθες εδώ να μας σφάξεις, κουρέλι, μπινέ, εγκάθετε. (αγανακτισμένος οπαδός, σε αγώνα δ'εθνικής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός ηθελημένης ασάφειας και τιραμισουρεαλισμού. Είναι, ας πούμε, η διπλωματική αντιπροσωπεία του στερεοτυπικού επαρχιωτισμού στην μεγάλη μας πόλη. Αυτή η χαιρέκακη λεκτική αντιπαράθεση της ντεμέκ εκλεπτυσμένης ευγένειας των τρόπων ενός διπλωμάτη με την φάτσα-φόρα χωριατοσύνη του άξεστου τυρόβλαχου (με την καλή έννοια, λέμε τώρα).

Ο τυροπρόξενος είναι συνοπτικά ο άνθρωπος 100 χρόνια πίσω απ' τα γελάδια που βρίσκεται τριγύρω για να σου χαλάσει την μανέστρα, να σ' εκνευρίσει, να σου διώξει το γκομενάκι που ψήνεις υπομονετικά πετώντας σου καγκούρικες ατάκες ή πρηξαρχίδικες προτάσεις για ξεφαντώματα σε σκυλάδικα, χασαποταβέρνες και ζωοπανηγύρεις. Αν μάλιστα η μοίρα, ο εργοδότης ή ο στρατός τού δώσει εξουσία πάνω σου, θα σε πει και μαλάκα διότι, ενώ έβγαλες πανεπιστήμιο, τώρα πρέπει να βαράς προσοχή όταν σου εξηγεί με επιχειρήματα του κώλου «γιατί πρέπει να βγάλουμε τ' άρματα πάλι στους δρόμους, όπως τότε, με τον μεγάλο».

Σε περίπτωση που πέσετε πάνω του στην δεξίωση του βλαχοδήμαρχου, μπορείτε να του συστήσετε τον γυφτοπρόξενο και να την κάνετε με ελαφρά.

  1. - Γκάιζ όλα ΟΚ; Γουστάρετε το πάρτυ;
    - Όλα γκουντ, μόνο πήγαινε να μαζέψεις αυτόν τον τυροπρόξενο τον ξάδερφό σου.
    - Γιατί;
    - Πιάνει μία-μία τις γκόμενες και τους εξηγεί πώς χωράνε τέσσερα γίδια αν ρίξεις τα καθίσματα στην μπέμπα...

  2. - Καλά ρε σειρά τι σου έλεγε ο ανθύπας τρεις ώρες μέσα στο Α2;
    - Μου εξηγούσε γιατί κατέρρευσε ο κομμουνισμός...
    - Με τον τυροπρόξενο κάθεσαι ρε και πιάνεις τέτοιες συζητήσεις; Αυτός τον στρατό περίμενε για να βγει απ' το χωριό του!
    - Εγώ δεν του είπα κουβέντα. Άρχισε να μιλάει μόνος του για κάτι ρωσίδες που πηδούσε στο Πολύκαστρο και το ένα έφερε τ' άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος στίχος από γνωστό παιδικό ποίημα το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια σειρά αντιστοίχων δύστιχων ποιημάτων προς απάντηση του.

Χρησιμοποιείται για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο γνωστό «στα αρχίδια μας»

Στ' αρχίδια μας και εμάς
Κωστής Παλαμάς

Μας τα πιάνεις, μας τα ξύνεις
Γεώργιος Δροσίνης

Ήταν πούστης και αυτός
Διονύσιος Σολωμός

(από Khan, 17/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο γκόμενος / αμόρε / εραστής / επιβήτορας της γκόμενας που γουστάρεις φανατικά. Συνήθως είναι φλώρος και θέλεις να του επιτεθείς.

- Κοίτα την, κοίτα την, τι σκατά βρίσκει σε αυτόν τον χλαχλαούχλα!
- Κοιτάς την κοπέλα μου ρε;
- Φύγε από εδώ ρε χλαχλαούχλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρόμπα, μεταξύ άλλων αξεσουάρ της γυναικείας σπιτικής ενδυματολογίας (ρόλεϊ, κομπινεζόν, παντόφλα, αξεσουάρ πρακτικά -άρα άχαρα, ή φανταχτερά -άρα καβλερά) είναι το σύμβολο της συζύγου, η οποία:

α. την έχει πάρει από κάτω ο γάμος και το μεγάλωμα των παιδιών και δεν πρόλαβε ποτέ ξανά να περιποιηθεί τον εαυτό της

β. με το που καπάρωσε τον μαλάκα παραιτήθηκε αυτομάτως από την προσπάθεια να κρατιέται φιτ, αφέθηκε, ξεχλείλωσε, έγινε ντεκαβλέ, αντισέξ και μπουχέσα

γ. είναι χαμερπούς καταγωγής, δευτεράντζα ένα πράμα, κλατσάρα, τσόκαρο, παντόφλα

δ. έχει και κάτι το πουτανέ (δηλ. η ρόμπα της δεν είναι της λαϊκής αλλά και καλά σέξι, λαμέ, σατέν, μετάξι, βελούδο, ψεύτικα βέβαια), πουτανέ και καβλέ λοιπόν, αλλά προς το «κουρασμένο» και ξεπεσμένο πια...

ε. είναι όλα τα παραπάνω μαζί, άρα καλύπτει όλη τη γκάμα των φαντασιώσεων ενός άντρα που θέλει τη γυναίκα του μάνα, πουτάνα, φίλη

στ. είναι ακόμα μικρή και νόστιμη, αλλά φαίνεται σαφώς ότι θα εξελιχθεί προς κάποιο από τα παραπάνω πρότυπα.

Η λέξη ρόμπα όμως δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό μιας ελαστικών ηθών, κακού γούστου και πατσουρέ γυναίκας. Χρησιμοποιείται για όλους, με την σημασία «ρεζίλι», όπως αποδίδεται στον άλλον ορισμό.

Σε κάποιες απ' όλες αυτές τις κατηγορίες πιθανόν να αναγνωρίσουμε τη μάνα μας ή την αγαπημένη μας θεία, αλλά τεσπα αυτή είναι η σλανγκ, τι να κάνουμε. Θεναπω ότι πόσες από τις μανάδες μας δεν αφέθηκαν μετά τον γάμο και έγιναν χάλι μαύρο, ας πούμε... Λίγες το απέφυγαν γιατί η εποχή τους είχε άλλες έγνοιες. Χάρη στην καταναλωτική κοινωνία όμως, που έχει και τα καλά της, οι σημερινές μανάδες είναι πιο φροντισμένες, πιο μέσα στη ζωή, πιο σύμβολα του σεξ από τις των περασμένων γενεών. Δεν ξέρω πόσο «μάνες» είναι, αλλά κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό...

Αντώνυμο: αρχοντομούνα

- Ωραίο μουνάκι!
- Ρε φίλε, τελικά σου αρέσουν Κάτι Ρόμπες εσένα, ε;
- Ε όχι και ρόμπα το κορίτσι, έχει το νυχάκι της, τα καβλιάρικα τα ρούχα της, το κραγιονάκι της...
- Ντααααξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified