Further tags

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουρόδερμο άνθρωπο, τον μαύρο.

Συχνά στα σχολεία, το χρησιμοποιούν οι μαθητές ως «ο σκυλάραψ», για να κοροϊδέψουν τους καθηγητές των αρχαίων, όταν αυτοί τους βάζουν να κλίνουν ουσιαστικά (ιδιαίτερα τριτόκλιτα).

  1. Ήρθε ένας σκυλάραπας σήμερα στην καφετέρια που καθόμουν και επέμενε να μου πουλήσει CD. Του λέω δεν θέλω άνθρωπε μου αλλά αυτός εκεί δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τσουρέκιαμου τα κανε!!

  2. Καθηγητής: Άσκηση για το σπίτι. Να κλιθούν τα ουσιαστικά ο όνυξ, η πατρίς και ο κόραξ.
    Μαθητής: Το ουσιαστικό ο σκυλάραψ δεν θα μας το βάλετε, κύριε;

(από elias-jelay, 31/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την πολυπληθέστερη συνομοταξία ζώων μετά τα αρθρόποδα είναι κι ένας χαριτωμένος (;) τρόπος να αποκαλέσεις κάποιον μαλάκα. Λόγω ουδετέρου γένους εφαρμόζεται περισσότερο σε νεανίες, σκατά και κωλοπαίδια της συνομοταξίας γαμίδι.

Trivia: Κάνε το μαλάκιο είναι η προσφιλέστερη μετάφραση του άσματος Do the clam του Elvis Presley.

Ο θαυμαστός κόσμος των μαλακίων (από Khan, 22/12/09)Κάνε το μαλάκιο! (από Khan, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιεροκάπηλος. Αυτός που εκμεταλλεύεται τη χριστιανική θρησκεία και τους πιστούς της για ίδιο οικονομικό όφελος.

Όρος βαθιά απαξιωτικός και άκρως φορτισμένος. Χρησιμοποιείται από οξείς πολέμιους της θρησκείας αλλά και σε ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες. Αναφέρεται κυρίως στο παπαδαριό και σπανιότερα σε λαϊκούς. Η χρήση της κατάληξης -ας, -έμπορας και όχι έμπορος, εννοεί να υπογραμμίσει την χυδαιότητα της πρακτικής.

Η έκφραση είχε πάρει τα πάνω της ως χαρακτηρισμός του Χριστόδουλου - βοήθησε και η παρήχηση, ο χριστέμπορας Χριστόδουλος.

  1. Ακόμα κι αν διαφωνείς με αυτή την πλύση εγκεφάλου του μαθήματος των θρησκευτικών, θα πρέπει να δηλώσεις εξαίρεση του παιδιού σου από το μάθημα, με όλες τις συνέπειες κοινωνικού στιγματισμού του. Πολύ βαρύ και θέλει κουράγιο για να το κάνεις. Οπότε συνήθως κάνεις το κοροΐδο, προς δόξα του Χριστόδουλου και κάθε άλλου κοιλιόδουλου χριστέμπορα. (από εδώ.)

  2. Πρώην χωροφύλακας, γνωστό φερέφωνο των γερμανοτσολιάδων στην κατοχή, χαϊδεμένο παιδί της χούντας και εξέχων μέλος της Χρυσοπηγής είναι τα στοιχεία που έχει να παρουσιάσει το βιογραφικό του, πριν καταλήξει δεσπότης. Σήμερα το μόνο που έχει να επιδείξει στο καινούργιο πόστο του είναι οι καταπληκτικές του επιδώσεις σαν Χριστέμπορας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό περασμένο δημοσίευμα του «Ελεύθερου Τύπου» που ανάμεσα στα άλλα «κατορθώματά» του μας περιέγραφε πως μετέτρεψε μια εκκλησιά σε σύγχρονο σούπερ μάρκετ με « υπόγειο πάρκινγκ για πούλμαν, δύο ασανσέρ-καμπαναριά, κυλιόμενες σκάλες, καταστήματα». (σχόλιο για γνωστό εν ενεργεία ιεράρχη, από εδώ.)

  3. Επειδή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που τον φιλοξενούσε ήταν γνωστός μου, για να μη τον φέρω σε δύσκολη θέση, έφυγα αμέσως, αφού του υπενθύμισα για μια ακόμη φορά ότι είναι ένας κοινός χριστέμπορας προδότης της Ορθοδοξίας! (Από φόρουμ για το Άγιο Όρος εδώ, αναφέρεται σε αμφιλεγόμενο αρχιμανδρίτη που έχει απασχολήσει τα ΜΜΕ).

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο φρύνος, είδος μεγάλου βραδυκίνητου καφέ βατράχου γνωστος και ως αφορδακός ή μπράσκα ή μπάκακας ή φρύνος ή ράνα ή μπουσάκα ή ασκουβάζα, ανάλογα με την περιοχή που συναντάται.

Συμπαθές αμφίβιο που ο λαός, τουλάχιστον στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Αχαΐα, το λέει βούζα.

Συνήθως έτσι αποκαλούμε και τους χονδρούς ανθρώπους με φουσκωμένη κοιλιά!

Σταμάτα να τρως μωρή, έχεις γίνει σαν βούζα!

Βουζα (από dragontas, 18/12/09)βουζας (από dragontas, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον φοβιτσιάρη, τον τρεμουλιάρη και τον δειλό άνθρωπο που φοβάται/τρέμει να κάνει ή να πει κάτι. Συμπληρωματική έννοια της λέξης θεωρείται και ο αδύναμος (μυϊκά συνήθως) άνθρωπος που είναι ακατάλληλος για βαριές δουλειές και άλλες δραστηριότητες που απαιτούν σωματική ρώμη.

  1. - Ρε συ, θέλω να πάω να πω στο αφεντικό να μου δώσει άδεια αλλά φοβάμαι.
    - Ε, τέτοιος κουράδας που είσαι, λογικό μου ακούγεται.

  2. - Ρε μαλάκα, βαρύ είναι αυτό το κιβώτιο, πώς θα το κουβαλήσω μέχρι τον 5ο όροφο;
    - Αφού είσαι κουράδας, αγόρι μου, γιατί το παίζεις γυμνασμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και ο όρος γαμίδι συνήθως αναφέρεται σε αντικείμενο, σύμφωνα με τον ορισμό της Ιρονίκ, ενίοτε αναφέρεται και σε πρόσωπο ως ύβρις. Όπως το θέτει εύστοχα ο Βασίλης 7 (από τον κύκλο των χαμένων σλανγκιστών): «Ότι και όσοι δεν με υπακούνε, μου χαλάνε, με τσαντίζουνε, δεν μου κάθονται και μου την σπάνε, είναι γαμίδια». Θα προσέθετα ότι το γαμίδι, όπως και το άλλο -ιδι, το κωλοτρυπίδι, είναι κυρίως ο θρασύς εκνευριστικός τυπάς που επαίρεται με υπερβολικό θράσος και θέλουμε να τον γειώσουμε με το να τον υποβιβάσουμε σε αντικείμενο (αν δεχθούμε ότι γαμίδι είναι κυρίως το ασήμαντο εκνευριστικό αντικείμενο). Συναφώς, χρησιμοποιείται συχνά για παιδιά και νέους, για τους οποίους φταίμε εμείς.

Trivia: Ο Χ. Γιανναράς χρησιμοποιεί τον όρο αγαμίδιον, Πληθ.: αγαμίδια (χωρίς ή με συνίζηση του -ια) για να περιγράψει νεαρούς κληρικούς οι οποίοι προβαίνουν σε προγραμματική από την εφηβεία τους αγαμία προκειμένου να διεκδικήσουν επισκοπικούς θρόνους στα πλαίσια ενός αριβιστικού εκκλησιαστικού καριερισμού. Οι τοιούτοι νεανίαι αντί να αλληλοπεριχωρούνται ερωτικώς μέσα σε μια γαμική συν-ζυγία (ως ώφειλαν), καθίστανται εντέλει άγαμοι θύται και ανέραστοι εξουσιασταί του κόσμου τούτου. (Βλ. 3ο παράδειγμα).

  1. Νεοελληνική ποίηση, δες:

Άμα είναι το χαρτί σκουπίδι,
το κλαρί καίδι ,
το τσαρδί ρημάδι,
το χαστούκι χάδι
το κορμί αν ειν’ χαμένο
και στο φέρνουν δεδομένο
το παιδί αν είν’ γαμίδι
κάνεις το νερό σου ξύδι.

  1. Από βρις-οφ εδώ:
    - Ρε γαμίδι έχεις περίοδο;

  2. «Είναι (κατά κανόνα) οι καριερίστες της θρησκευτικής εξουσίας κάτι σαν τους ευνούχους των άλλοτε βασιλικών αυλών. Φύονται και αυξάνονται, συνήθως στην καμαρίλα επισκοπικών αυλών, μαθαίνουν να υπαλλάσσουν την σεξουαλική στέρηση σε καριέρα με στόχο τον δεσποτικό »θρόνο«, την εγωλαγνεία, θεσμοποιημένη: Να εξουσιάζουν συνειδήσεις, να εκμεταλλεύονται την προβατώδη υποταγή του ποιμνίου, να θυμιάζονται ως είδωλα και να πολυχρονίζονται ακαταπαύστως στην λατρεία. Μια τέτοια καριέρα γοητεύει τα νεαρά αγαμίδια των επισκοπικών αυλών τα θέλγει επιπλέον και η γυναικώδης ενασχόληση με κοσμήματα, αυτοκρατορικές μίτρες και σκήπτρα, χρυσοποίκιλτα ενδύματα. Στην ιεράρχηση ευθυνών, αξιωμάτων και προβαδισμάτων τα αγαμίδια υποσκελίζουν αυτονοήτως πολιούς πρεσβυτέρους μόνο επειδή »μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐμολύνθησαν«- διέσωσαν τη ναρκισσιστική αυτονομία τους ανυπότακτοι σε συζυγία».

Από το «Συζυγίας εγκώμιον υπό ανωνύμου τινός εγγάμου», περ. Επίγνωση, τεύχος 109.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις φράσεις-ορόσημο του κυρίου Βασίλη από την Πάτρα (γνωστός περισσότερο με το προσωνύμιο Φιδέμπορας), η οποία έγινε γνωστή από τους μυθικούς διαλόγους που είχε με τον Αποστόλη στην ραδιοφωνική Ελληνοφρένεια.

Αποστόλης:- Ήθελα να σας πω ότι ενώ δίναμε τις λάμπες, είχαμε από πίσω και μια οθόνη και προβάλαμε ντοκιμαντέρ με φίδια.
Φιδέμπορας: - Τι 'ν' αυτό..;
A: - Με φίδια... Ντοκιμαντέρ... Φίδια δείχναμε, φίδια και σαύρες...
Φ: - Ποια φίδια ρε..; Γαμώ το σταυρολόι σου... Ακούς τί σου μιλάω; Ποια φίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητική φράση που περιγράφει με άσχημο τρόπο έναν χαφιέ - σπιούνο - ρουφιάνο - καταδότη.

- Ρε συ, πώς έμαθε το αφεντικό ότι χτες την κοπάνησα;
- Θα του το είπε ο τάδε. Μεγάλο ρουφιανόβγαλμα ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified