I'll fuck you.
- If I get u, alpha-q bastard
Got a better definition? Add it!
Η φράση μας έρχεται απ' το Βυζάντιο και σχετίζεται με τη διαπόμπευση των τιμωρημένων (μέθυσοι, αντάρτες, μοιχοί, λαμόγια της εποχής, κλπ) στο γάιδαρο καβάλα, όπου τους διαπόμπευαν χτυπώντας τους. Όσο για τους βυζαντινούς, την έβρισκαν άγρια να πηγαίνουν στις πλατείες και να παρακολουθούν τέτοιες «πολιτιστικές εκδηλώσεις».
Επειδή το κούρεμα ήταν δηλωτικό μεγάλης προσβολής, οι πρωταγωνιστές αυτών των παραστάσεων (οι τιμωρημένοι... ντε) κουρεύονταν πριν διαπομπευτούν.
[I]Πότε λέγεται η ατάκα [/i];
Όταν μια λεκτική αντιπαράθεση καταλήγει σε αδιέξοδο. Είναι σαν να καταδικάζουμε κάποιον επειδή είπε κάτι προσκρούει στην δεοντολογία μας και του αξίζει η διαπόμπευση ... Λέμε τώρα! Για αυτό και του λέμε να πάει να κουρευτεί.
[I]Γιατί εκφέρεται η συγκεκριμένη ατάκα[/i];
Για να απαξιώσουμε τις συγκεκριμένες απόψεις του. Γι αυτό θέλουμε και καλά να απαλλαγούμε από την επίδραση του, εγκλωβίζοντας την (φυλακίζοντας την) και καλά ώστε να μην επιδρά πλέον πάνω μας. Παράλληλα εκτονωνόμαστε. (βλ. παρ. 1,2).
[I]Πώς μπορεί ο άλλος να αντιδράσει όταν ακούσει την ατάκα;[/i];
Παίζεται. Εξαρτιέται από το χαρακτήρα, την ηλικία, την προηγούμενη σχέση των εμπλεκομένων αλλά και από τη σημαντικότητα του θέματος. Έτσι:
Παρατήρηση: Δεν είναι απίθανο αργότερα, να σκεφτούμε αλλά και να ξανασκεφτούμε την προηγούμενη συμπεριφορά του. Οπότε, ο εγκλωβισμός της αρνητικής επίδρασης, που λέγαμε παραπάνω, πάει περίπατο.
Σημείωση:
1. Εναλλακτικά, μπορεί να λεχθεί ως: «άει να κουρεύεσαι!», «πήγαινε κουρέψου», «τράβα κουρέψου» κ.α..
Ωστόσο ενδέχεται επίσης να λέμε εμμέσως και στο συνομιλητή μας: Νταξ... έχεις πρόβλημα με το μαλάκα, μας τα πες, σ' ακούσαμε, αλλά πλιζ μη μας τα πρήζεις άλλο.
- Ίσα μωρή αδερφή Τερέζα.... άσε τα παλικάρια να σφαχτούν με την ησυχία τους. Κάτι τέτοια έκαναν και οι Λουδοβίκοι, με τα σεις και τα σας και όταν ήρθαν οι βάρβαροι, κατέβασαν τα βρακιά....
- Ρε άντε κουρέψου.
Δες
Άντε κουρέψου που θα πουλήσεις και εξυπνάδα. Κνώδαλο.
Δες
Ρε εσύ... πολύ σκοτίστηκες με το μαλάκα. Ας' τον να κουρεύεται... Νισάφι πια!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση ακραίας δυσαρέσκειας και θυμού για μια συνεχιζόμενη δεινοπάθηση ή ταλαιπωρία που υφιστάμεθα.
Η αιτία της αγανάκτησής μας μπορεί να είναι κάποιος συνάνθρωπός μας (παρ.1), η θεά τύχη που μας έχει μονίμως κλασμένους (παρ.2), η άτιμη κενωνία, ο ανάστροφος Ερμής, το Ελ Νίνιο, ο Χατζηπετρής κ.λπ, κ.λπ. - υπάρχει πάντα κάτι να κατηγορήσει κανείς.
Η φάση προφέρεται συνηθέστερα κοιτώντας ψηλά και πολλές φορές μέσα από τα δόντια.
Πάλι το έχασε με κενό τέρμα; Πάλι γλαρόσουπα φάγαμε, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ;
Όχι ρε μπούστη μου, πάλι πηγμένος ο περιφερειακός, πάλι δυό ώρες θα κάνουμε να φτάσουμε σπίτι, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ.
Γενικότερα δες γαμώ + αντικείμενο.
Got a better definition? Add it!
Αδύνατος άνδρας, σε τέτοιο βαθμό που ο θώρακας του παραπέμπει σε πιατοθήκη (à la Στάθη Ψάλτη).
Πιθανότατα πρωτοειπώθηκε σε καβγά όπου ο αδύνατος, πλην τζώρας, προτάσσει τα στήθη διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του. Aκολούθως, βέβαια, ακούει την μάγκικη απάντηση (βλ. παράδειγμα).
- Πού πας μωρή πιατοθήκη, που μού βγάζεις και το πουκάμισο; Κάτσε ήσυχα μη φας κάνα μπουκέτο και πας πίσω στο χρόνο!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά η βάλανος του πέους (πουτσοκέφαλο). Ως επιθετικός προσδιορισμός, ή αυτοαναφορικό, σημαίνει αυτόν που σκέφτεται με το κάτω κεφάλι, που έχει το μυαλό του στο μουνί, ή στο γαμήσι γενικότερα.
Συνήθως το πουτσοκέφαλο άτομο λειτουργεί παρορμητικά και, ως προς αυτό, ο όρος πουτσοκέφαλος παρουσιάζει συγγενή συμπεριφορά με το παρεμφερές «θερμοκέφαλος». Εννοείται ότι απαντά πάντα σε αρσενικό γένος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται υποτιμητικά, π.χ. «ασ' τον μωρέ, αυτός είναι πουτσοκέφαλος».
Καλά, ρε πουτσοκέφαλος είσαι; Μόνο το μουνί έχεις στο μυαλό σου!
Πήγαμε προχθές στον «Καλιγούλα» και ο Γιώργος τα 'μπλεξε με μια στριπτιτζού που του πούλησε αγάπες. Πουτσοκέφαλος είναι, ο μαλάκας...
-Ο Νίκος τα 'ριξε στην καινούρια γκόμενα του Αλέκου. -Ρε τον πουτσοκέφαλο! θα μας χαλάσει την παρέα, ο μαλάκας.
Got a better definition? Add it!
Προσφώνηση, και καλά παρασυνθηματική, κάποιου που του έχει βγει το όνομα ότι τη μπαίζει συστηματικά, ή που τον έκαναν τσακωτό να τη μπαίζει. Ρετσινιά. Αποφύγετέ το.
Παράβαλε το μνημείο του slang.edu παίχτης, και θενξ στον θείο χότζα για την έμμεση ασσίστ.
- Ωπ! Να κι ο παίκτης! Στις πόσες το τερμάτισες χτες;
Got a better definition? Add it!
Η φράση απευθύνεται σε έναν σπάστη που ενώ δεν ασχολείσαι με το ατομάκι του, επιμένει να νομίζει ότι έχει μαζί σου θέμα και να σε προκαλεί τροφοδοτώντας μια ανούσια διένεξη. Η κατάλληλη στιγμή για να κοζάρουμε τη φράση στο ατομάκι είναι το νωρίτερο δυνατό, δεδομένου ότι μετά τη 2η στιχομυθία μαζί του, το πράμα αρχίδει και κουράδει.
Χαρακτηριστική περίπτωση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί το λήμμα, είναι όταν ένας άρτι εγγραφείς σε φόρουμ, τσατάδικο ή άλλο σάιτ νέοπας σπασαρχιδίζει προσπαθώντας να πετύχει καβγά με κάποιο παλαιότερο ή/και καταξιωμένο μέλος, με σκοπό είτε να βγάλει τα κόμπλεξ που του έχει φορτώσει η πουτάνα η κενωνία είτε απλά να κερδίσει λίγη δημοσιότητα στον μικρόκοσμο του σάιτ.
Η χρησιμοποίηση των πάλαι ποτέ πνευμάτων από τον εν λόγω σπασαρχίδη για τη σύνταξη παρανοϊκού περιεχομένου παραληρηματικών κειμένων (γραφόρροια), επικαιροποιεί το ζήτημα της εφαρμογής αλκοτέστ σε όσους γράφουν σε διαδικτυακά φόρα, αφού το παραληρηματικό περιεχόμενο των γραφομένων και ομού η προτίμηση στα πνεύματα, δηλώνουν αδυναμία και στα οινοπνεύματα, υπό τη επήρεια των οποίων, το δίχως άλλο, συντάσσουν τοιούτα άτομα τα εμβριθή τους πονήματα.
Αν μάλιστα το σπάσμα χαρακτηρίζεται και από επίπεδο δάπεδο και χρησιμοποιεί υβριστικές λέξεις ή εκφράσεις, τότε το λήμμα μπορεί να του αποδοθεί ως «Μαζί μου assholeίσαι, πόσο μαλάκας είσαι».
Τώρα, το αν το εν λόγω άτομο επανέλθει δημήτριο, απλά επιβεβαιώνει το λήμμα και μας δικαιώνει για τη χρήση του.
- Όχι, θέλω να μου εξηγήσεις γιατί άλλαξες το άβαταρ σου. Μάλλον δεν θέλω. Απαιτώ! Και γιατί δεν έκανες το κουίζ που σου έστειλα;
- Μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι…
Got a better definition? Add it!
Ο τελείως βλάκας, ο αθεράπευτα βλάκας, ο ανίατος βλάκας.
Ρε εισαι τελείως αγκαούγκας;;;
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας στην... καθαρεύουσα...
Με όλο το σεβασμό που σας έχω, κύριε, πιστεύω ότι είστε μεγάλος ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής!
Δες ακόμη παίκτωρ πουλακίου, πεοκρούστης.
Got a better definition? Add it!
Η πουτάνα με άλλα λόγια...
ΟΥ ΜΩΡΗ ΓΚΟΝΤΩΣΤΡΑ!!!
Got a better definition? Add it!