Further tags

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που ξεσαλώνει και μπαν-ίζει τεκνά, λογοπαίγνιο που αναφέρεται και στη σεξουαλική χρήση της μπανάνας (με πιάνετε;).

-«Εκδήλωση για το περιβάλλον, παραβρέθηκε η Μιμή Ντενίση...»
-Πάλι έξω βγήκε η μπανάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα τιραμισουρεαλιστικό αντικείμενο του πόθου του λαού μας, όπως και τα βυζιά της κάμπιας, ή η Αγία Καραμέλα η ρουφιάνα. Αν φοράς και κατσαριδοκτόνο, τότε μιλάμε για rape n' kill φάση. Αντιθέτως, αν πεις «γαμώ τον κώλο της κατσαρίδας», η έκφραση έχει σαφές νόημα στην σλανγκικήν.

Ασίστ: Κροκοδειλίτσα.

- Πάλι σε ρίξανε δέκα πόντους οι γνωστοί άγνωστοι.
- Γαμώ το μουνί της κατσαρίδας, ρε πστ μου!

Σαν της κατσαρίδας στο πιό πιπινόχαριτωμένο... (από gaidouragathos, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο.

-Γιε μου, είσαι έφηβος και δεν έχεις γαμήσει!
-Δεν τα θέλω τα μούνα παρκς, μπαμπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπό αίρεση απειλητική ύβρις, που εκστομίζεται με ταυτόχρονη πρόταση του μεσαίου δακτύλου: Θα τιμωρηθείς, θα αναχαιτισθείς, θα αντιμετωπίσεις σθεναρά αντίσταση.

Εξυπονοείται ότι, ο προς ον η απειλή, θα καθίσει πάνω στο προτεταμένο κωλοδάχτυλο δίκην τίσεως, εάν επιχειρήσει να ανταγωνιστεί ή επιτεθεί στον προτείναντα.

Συνώνυμα: «Θα φας πούτσα» / «θα σε γαμήσω» / «τη γάμησες» κ.ο.κ.

- Τί έγινε, έμαθες τάβλι ή θα χάσω τζάμπα την ώρα μου;
- Εδώ θα κάτσεις! Θα σε πάω κωλοφεράτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, που σημαίνει: «Θα σε σκοτώσω!»

Χρησιμοποιείται και για απλούστατα πταίσματα όπως: «Θα σε καθαρίσω», «σ' έφαγα», «σε γάμησα», «θα σου φάω το μάτι» κτλ, αφού οι νεοέλληνες σπανιότατα πραγματοποιούν τις (βαρύτατες) απειλές που εκστομίζουν, δεδομένου ότι παρ' ημίν συνήθως η λεκτική βία κατισχύει της σωματικής.

Προέρχεται από το πληρέστερο «θα φάει χώμα ο κώλος σου» = θα πεθάνεις και ειδικότερα, θα εκτελεστείς. Δηλαδή έχουμε μετάθεση του υποκειμένου (κάπως λέγεται), αφού δεν θα φας εσύ το χώμα στην κυριολεξία, αλλά το χώμα εσένα (βλ. «θα σε φάει το μαύρο χώμα»).

Χρησιμοποιείτο κατά κόρον τις δεκαετίες 30, 40 και 50 από τους υποδίκους αντιφρονούντες (αλλά και τους διώκτες τους), οι οποίοι επρόκειτο να εκτελεσθούν με συνοπτικάς (!) διαδικασίας, κατ' ερμηνείαν των διατάξεων του «ιδιωνύμου» νόμου του Βενιζέλου (1929) και των αναγκαστικών νόμων 375/1936 του Μεταξά και 509/1947 του Τσαλδάρη.

Προς τιμήν των θυμάτων, πονηρά ο αγωνιστής Λάμπρος Κωνσταντάρας, προκειμένου ν' αποφύγει τη χουντική λογοκρισία έκανε έμμεση αναφορά στα ταραγμένα χρόνια με την ταινία «Τί 30, τί 40 τί 50», θέλοντας στην ουσία να καταδείξει την ταυτότητα και συνέχεια στο ανελεύθερο καθεστώς, παίζοντας τον τρελοπενηντάρη για ξεκάρφωμα.

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν επίσης την έκφραση «τον έστειλαν στον μαϊμουδόκοσμο», προκειμένου για εκτελεσθέντα, ενώ η προσφιλής έκφραση του Άρη Βελουχιώτη ήταν «θα ιδωθούμε στα ταμπάκικα» = ραντεβού νεκροί στα βυρσοδεψεία, όπου θα κρεμάσουν οι εχθροί τα τομάρια μας ...

Να μην συγχέεται με την φράση «φάτε χώμα ρεεεεεεεεεεε», δεδομένου ότι κυριολεκτεί ο λέγων (γκαζολίν / γκαζοκίλλερ / γκαζοφονιάς / γκαζόκαβλος), αφού πατάει γκάζι στη μάπα του όπισθεν εποχουμένου και σηκώνεται κουρνιαχτόστ.

- Άμα σε ξαναπιάσω να μιλάς στην αδερφή μου, θα φας χώμα ! Τ' άκουσες ;
- Θα μου τα κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τους όρους νταλικέρης, γυναίκα-νταλικέρης, νταλικέρισσα, περιγράφουμε μεταφορικώς άτομα θηλυκού φύλου τα οποία έχουν υιοθετήσει πρότυπα και συμπεριφορές που παραδοσιακά προσιδιάζουν στα αρσενικά. Η πρόσληψη όμως αυτή έχει γίνει με τρόπο επιφανειακό και κραυγαλέο, με σκοπό να πουλήσουν μούρη και να το παίξουν ιστορία. Έχουν δλδ καταπιεί αμάσητα τα ανδρικά χούγια, χωρίς να έχουν αφομοιώσει την βαθύτερη ποιότητα του ανδρικού ήθους. Εξ ου και η γενικά υποτιμητική σημασία των όρων. Αντιθέτως, ο όρος αντράκι (για γυναίκα πάντα) έχει κατά κανόνα θετικό πρόσημο: υπογραμμίζει χαρίσματα όπως επιμονή, αποφασιστικότητα, καρτερία, εντιμότητα κλπ.

Η γυναίκα-νταλικέρης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με μια καγκουρογκόμενα (εννοούμε όχι την γκόμενα του κάγκουρα, αλλά μια γκόμενα με δική της, αυτόφωτη καγκουροσύνη). Ωστόσο οι δύο όροι δεν ταυτίζονται, με τον δεύτερο να χρήζει αυτοτελούς πραγμάτευσης σε ιδιαίτερο λήμμα. Επίσης, πολλαπλές και άκρως ενδιαφέρουσες είναι οι νοηματικές διασυνδέσεις μεταξύ νταλικέρισσας και bitch (καθαρόαιμο και σκυλί του πολέμου λεγόμενο).

Ο όρος καθόλου μα καθόλου δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση. Μια νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητα ούτε αντικαβλέ ταγάρι, ούτε μπάζο, ούτε καν νταρντάνα. Μπορεί κάλλιστα να είναι μια λίαν ευπαρουσίαστη και καυλωτική Μπάρμπι, όπως μπορεί επίσης να είναι λεπτεπίλεπτη και μικροκαμωμένη, μια γκόμενα-μινιόν, μια γκόμενα-μπρελόκ, μια γκόμενα τσέπης, ένα εύθραυστο μπιμπελό... Τέλος, η νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητο να είναι λεσβία, αν και το αντίστροφο ισχύει στο 99% των περιπτώσεων (δλδ σχεδόν όλες οι λεσβίες νταλικοφέρνουν).

Η γυναίκα-νταλικέρης είναι συνήθως αυτό που λέμε αλητάκι, της πιάτσας. Έχει ψηθεί στους δρόμους, ξέρει από ζωή και από ανθρώπους. Γουστάρει κάργα την ανδρική παρέα, χωρίς απαραίτητα να είναι αγοροκόριτσο. Είναι - ή νομίζει πως είναι - μαγκιόρα / μαγκιόρισσα, με μια μαγκιά όμως μάλλον κακοχωνεμένη και με αρνητικές συνδηλώσεις. Λατρεύει να περιαυτολογεί (σ' αυτό δε διαφέρει από τις άλλες γυναίκες).

Σήμα κατατεθέν της νταλικέρισσας είναι η μπάσα και βραχνή φωνή της. Αποτέλεσμα επιτήδευσης, στο οποίο έχουν ουκ ολίγον συμβάλλει και τα εκατομμύρια τσιγάρα (νόμιμα και μη) που έχει πιεί στη ζωή της. Σε εξτρήμ περιπτώσεις, το βράχνιασμα έχει προκληθεί και από τη χρήση στεροειδών αναβολικών, τα οποία κυριολεκτικά ανδροποιούν τη γυναίκα (σταμάτημα περιόδου, εξαφάνιση στήθους, τριχοφυΐα, υπερβολικές καύλες, νεύρα κλπ).

Ο τρόπος ομιλίας της συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής. Η νταλικέρισσα καταναλώνει τεράστιες ποσότητες σλανγκ, μπινελικίων, γαμοσταυριδίων. Συχνά ξεκινάει τις προτάσεις τις με ένα «ρε φίλε» ή «ρε γαμώτη μου». Λέει συχνά στ' αρχίδια μου ή στο μουνί μου. Σε πιο καμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να κλάνει ή να ρεύεται. Με δυο λόγια, ιδανική γυναίκα για το μικρό μας σάιτ (που όμως τελευταία υφίσταται - φευ - τη διαβρωτική δράση όψιμων εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας του γουτσισμού...)

Η νταλικέρισσα έχει κατά κανόνα γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα στη ζωή της. Αντιμετωπίζει τους γκόμενους ως μουνιά, μιμούμενη την ανδρική φρασεολογία. Όταν περιγράφει τις συνευρέσεις της, είναι λιγότερο σουρεαλιστική και αρκείται απλά στο να πει πως του έριξε κανά δυο μουνιά. Στις σχέσεις της - αν κατ' εξαίρεση κάνει κάτι τέτοιο - απεχθάνεται την πολλή τρυφερότητα, ενώ στο σεξ έχει απομυθοποιήσει και αποφεύγει τα πολλά προκαταρκτικά (όπως ακριβώς κι οι άντρες). Δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους μετροσέξουαλ, τους θεωρεί φλωράτσες. Η ίδια ισχυρίζεται πως ψάχνει το απόλυτο αρσενικό, αυτό που θα δαμάσει το θηρίο που κρύβει μέσα της. Για να δει κάποιον πιο σοβαρά, θα πρέπει «να έχει πολύ μεγάλα αρχίδια, γιατί αρχίδια ούτως ή άλλως έχω κι εγώ» (αυθεντική ατάκα). Τα «αρχίδια» αυτά μεταφράζονται σε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, νταηλίκι, βαρβατίλα, προστυχιά, αλητεία, περιπετειώδη διάθεση. Γι' αυτό και προτιμούν επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών, μπράβους, αθλητές, drug-dealers, νταραβεριτζήδες και κουμανταδόρους. Και, ναι, καλά το καταλάβατε, ο κόσμος του πνεύματος και της διανόησης τις αφήνει παντελώς αδιάφορες. Ίσως τρέφουν μια γενική και αόριστη εκτίμηση για τους γραμματιζούμενους, αλλά όχι και να μπλέξουν και μαζί τους, για όνομα...

Μίνι κατάλογος με επώνυμες νταλικέρισσες

(εννοείται ότι δεν ανταποκρίνονται στα πάντα όλα της ανωτέρω περιγραφής, αλλά εντάσσονται εντούτοις στο γενικό νταλίκα-mood).

Bάνα Μπάρμπα

Άννα Βίσση

Άντζελα Δημητρίου

Μαρία Σολωμού

Σάσα Μπάστα

Ντέσσυ Κουβελογιάννη

Βούλα Πατουλίδου

Λιάνα Κανέλλη

Τζόρτζια από τους Μπλε

Amy Winehouse

(o κατάλογος παραμένει ανοιχτός προς συμπλήρωση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified