Further tags

Αντιπαθητικός, με μία επιπλέον συναισθηματική έμφαση: σημαίνει όχι μόνο ότι ο άλλος είναι αντιπαθητικός, αλλά και ότι εγώ προσωπικά τα 'χω πάρει με την πάρτη του (με άλλα λόγια, είναι απλώς μια βρισιά που σημαίνει ό,τι οι περισσότερες βρισιές).

Το β' συνθετικό πούστης δεν έχει την κυριολεκτική έννοια της αδερφής, αλλά εκφράζει την οργή και περιφρόνηση του λέγοντος. Ωστόσο, δημιουργεί και συνειρμούς με το μύθο της «κακιάς», δηλ. της αδερφής που είναι κομπλεξικιά και αντιπαθητική επειδή και μόνο είναι αδερφή.

- Τι σπαστικός αυτός ο μπάρμπας στο μαγαζί! «Εγώ» έτσι, «εγώ» αλλιώς, «εσύ δεν ξέρεις», «δεν κατάλαβες», άει σιχτίρ να πούμε!
- Καλά, μη χαλιέσαι. Είναι γνωστός αντιπαθητικόπουστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.

Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.

Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!

Έλληνας πολιτικός - Greek politician - Grieche Politiker (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βιάζεται και κάνει λάθη σημαντικά, που μοιάζουν με τη μεταφορά μιας γεμάτης (ξέχειλης) καρδάρας (όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες) με γάλα, που θέλει προσοχή στο περπάτημα για να μη χυθεί το γάλα και αυτός που τη μεταφέρει ψωλοπαραπατά και του φωνάζει ο άλλος «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα».

Ατάκα πρώτο-ακουσμένη από τα χειλάκια του Χαρούλη του καθαρού.

Υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος σου πουλάει μαγκιά και τον γειώνεις λέγοντας του την ατάκα «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα». Αντί της «σιγά ρε μάνγκα μας έκανες τα μούτρα κρέας», ή «για δες, ματώνω;» και του δείχνεις το ένα άκρο των χειλιών σου, εννοώντας «τσιμπάω;»: μια και δεν τσιμπάς το δόλωμα δεν έχεις και αίμα στα χειλάκια σου.

Επίσης, τραβάς και μια ροχάλα μεγέθους ταλίρου κρητικής πολιτείας λέγοντας του... «φτου ρε και κολύμπα». Αν σε φτύσει κατάμουτρα και σου πει «φτου ρε και σε πιτσιλάω» κάνε την αλάργα διότι είναι μαγκάκος πονηρός.

-Θα τον σκοτώσω τον παλιοπούστη, θα κλείσω συμβόλαιο θανάτου... Αλλά όχι, είναι ακριβό... Να τι θα κάνω, θα στείλω 5 παλικαράκια να τον κάνουν τόπι στο ξύλο!
-Σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μπιπ» προέρχεται από την πρακτική αιδέσιμων τηλεσταθμών και ραδιοσταθμών να βάζουν ένα μπιπ πάνω από τα βρωμόλογα βρωμολόχων. Ως γνωστόν, οι σταθμοί αυτοί επιθυμούν να ακουστούν τα βρωμόλογα για να ανέβει η ακροαματικότητα κι έτσι τελείως φαρισαϊκά βάζουν ένα «μπιπ» μόνο, όπου μπορεί εύκολα να εικαστεί η βρισιά από τα συμφραζόμενα. Αυτό έχει οδηγήσει πολλούς σλανγκιστές να εντάξουν το «μπιπ» στον σλανγκικό λόγο τους με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Λ.χ.:

Το μπιπ κατεξοχήν σημαίνει «γαμώ». Εξ ου και η έκφραση «άντε μπιπ ρε». Ή λιγότερο συχνά «θα σε μπιπ», «μην μας μπιπ» κ.ο.κ. Τα παραπάνω μπορεί να τα πουν όχι μόνο εκόντες σλανγκιστές, αλλά και άκουσες σλανγκίστριες παρθενοπιπίτσες και των δύο φύλων.

Μία χρήση επώνυμου σλάνγκαρχου έχει γίνει από τον Γιώργο Μητσικώστα, όπου υποδυόμενος τον Τσουκαλά κυρίως, αλλά και άλλους λαϊκούς τύπους, όπως ο Τάκης Ψωμιάδης χρησιμοποιεί ευρέως τα «άντε μπιπ ρε», «θα μας μπιπ τα αρχίδια» και πολλά άλλα.

Πολύ παλιότερα (δίσκος «Μαλακά» αρχές 80ς), ο Χάρρυ Κλυνν έχει κάνει χρήση του μπιπ σε ένα τραγουδάκι, βλ. παράδειγμα.

Χαρρυκλυννικό συνώνυμο: μπλιμ μπλομ.

Ασίστ: Μες.

Κάποτε είχα γνωρίσει μια Μαίρη,
που είχε δυο μάτια γλυκά, φωτεινά,
μαζί περπατήσαμε χέρι με χέρι,
και αγαπηθήκαμε στα σκοτεινά.

Φοβόταν η Μαίρη μην έρθει ο παππούς της,
και μην μας τσακώσει σε κάποια γωνιά,
και λέω κι εγώ «λες να έρθει ο μπιπ,
κρυφά να μας στήσει καμιά παγανιά»;

Πίσω απ' τις λεύκες και τις ακακίες,
της είπα «για σένα η καρδιά μου πονά»,
και μού 'πε αυτή «μα μη λες μπιπ,
τα ίδια έχεις πει και σε άλλες ξανά».

Της είπα λοιπόν πως δεν είμαι της πλάκας, για μένα πεθαίνουν γυναίκες πολλές,
μπορεί να με λεν μα δεν είμαι μπιπ,
και δεν τις ανέχομαι τις προσβολές.

Θα φύγω μου είπε αφού δε σ' αρέσω,
κατάλαβα πλέον πως δε μ' αγαπάς.
Και τότε της είπα κι εγώ να σε μπιπ,
αφού την αγάπη μου δεν εκτιμάς.

Δε θέλω να φύγεις από την αυλή μου,
τα όσα μου κάνεις θα βγούνε ξινά,
μ' αν πάλι μου φύγεις κι εγώ στο μπιπ μου,
μιαν άλλη στη θέση σου θα βρω ξανά.

Να φύγεις λοιπόν δεν κρατάω κακία,
μονάχος τα βράδια μου θα ξαγρυπνώ,
θα παίζω άμα λάχει και μια μπιπ,
τον πόνο μου έτσι κι εγώ να ξεχνώ.

Θα γράφω τραγούδια για να βρω τη λύση,
πολύ πικραμένα μελαγχολικά,
γιατί ο μπιπ αν σ' είχα μπιπ,
ποτέ δεν θα μου 'φευγες οριστικά.

Τέτοια τραγούδια δε γράφω για άλλες,
γιατί ίσως θα πρέπει να λογοκριθούνε,
κι αν δεν τα περάσουν αυτές οι μπιπ,
από το ραδιόφωνο δε θ' ακουστούνε.

Ενα τραγούδι έχω γράψει όλο κι όλο.
το μόνο που μες την καρδιά μου γυρνά.
Μήπως θα πρέπει να δώσω και μπιπ,
στη λογοκρισία που δεν το περνά;

Βαρέθηκα απ' όλους ν' ακούω τα ίδια,
πως τέτοια τραγούδια δεν είναι σεμνά
και όμως μας έχουνε πρήξει τα μπιπ, από το ραδιόφωνο καθημερινά.

(από Khan, 26/03/11)

Δες και βάλε μπιπ στο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικώς το γαμώ το κέρατό μου (μέσα), ή μονολεκτικώς τοκερατόμου (Συναφώς: το κέρατό μου ανάποδα). Το πλέον χαρακτηριστικό κέρατο είναι του τράγου, οπότε λέγοντας την φράση εξομοιώνουμε το κέρατό μας με αυτό του τράγου. Γενικά, είναι ένας αρκετά αναμενόμενος σλανγκισμός, όπου δεν υπάρχει ιδιαίτερα πλούσια σλανγκική φαντασία, ούτε ανάγκη για περαιτέρω εξηγήσεις, δεν νομίζετε;

Ασίστ: GATZMAN.

- Προχώρα ρε μαλάκα, άναψε πράσινο, γαμώ το κέρατό μου το τράγιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική ύβρις. Συντακτικώς το «και» δεν είναι συνδετικό, αλλά επιτατικό, δηλαδή απλώς επιτείνει την σημασία αυτού που ακολουθεί, χωρίς να λειτουργεί, όπως συνήθως.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)(από Khan, 12/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιαστικό γαμήσι, γαμήσι με το βλέμμα στην πόρτα. Ήλθον, έδωσα τα τρία μου και απήλθον. Το λέμε για μεγάλη προσβολή σε κάποιον, εννοούμε ότι θα τον γαμήσουμε και πάλι δεν αξίζει να χρονοτριβήσουμε μαζί του, θα το κάνουμε στο τάκα-τάκα και θα φύγουμε.

Δ.Π. ο Jonas.

- Άντε και γα-μιπ.
- Πάρ' τα τρία μου πριν φύγω ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Το πουστράκι. Σχηματίζεται κατ' αναλογία προς το λεσβάκι -> σβάκι.

Στράκι κι αυτός. Σεμνός, ταπεινός και του αρέσουνε τα fishsticks...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χθεσινό αυγό, ή μ' άλλα λόγια, το σημερινό πουλάκι, που βγήκε χθες από το αυγό του, αναφέρεται απαξιωτικά για κάποιον:

- νεαρό στην ηλικία που, κατά την αντίληψη κάποιου μεγαλύτερου του που εκφέρει την ατάκα, μιλάει, ντύνεται και φέρεται ανάρμοστα για την ηλικία του.

Αυτός που το λέει μπορεί να 'ναι πολύ συντηρητικός άνθρωπος που δεν έχει συμφιλιωθεί με την εποχή του και έχει μείνει σε νόρμες και συνήθειες που έπαιζαν παλιότερα, αρκετά μεγαλύτερος από τον άλλον (δυσκολία κατανόησης λόγω ηλικιακού gap) (βλ. παρ. 1)

- νεότερο, σε ένα κοινωνικό σύνολο ατόμων (εργασιακό χώρο, σύλλογο, κλπ), από αυτόν που εκφέρει τον όρο, όταν κατά τη γνώμη του, ο άλλος δείχνει το... θράσος και έχει την... άνεση στο χώρο. Ωστόσο, ο νεότερος στο σύνολο αυτό, μπορεί να είναι μεγαλύτερος στην ηλικία από αυτόν που εκφέρει την ατάκα και μπορεί να έχει την... εμπειρία. Εντούτοις δεν αποκλείεται αυτός, να είναι και στον κόσμο του.

Αυτός που εκφέρει τον όρο, μπορεί να αποκαλεί τον άλλο, ξεψάρωτο, να του καταλογίζει αυθάδεια, κλπ. Ωστόσο δεν αποκλείεται να τον ζηλεύει όταν τον βλέπει να τεκμηριώνει αυτά που λέει και να τυγχάνει αποδοχής από τους υπόλοιπους. Πολλές φορές πάλι, αυτός που εκφέρει τον όρο μπορεί να ήταν ψαράςκατά την είσοδο του σ' αυτό το σύνολο και να μην ανέχεται ανθρώπους με ελευθερία γνώμης. Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

1) Κοίτα πώς ντύθηκε το χθεσινό αυγό. Όλα έξω τα πέταξε.

2) Κοίτα ρε... Έχει τρεις μήνες στη δουλειά το χθεσινό αυγό και το παίζει μέντορας.

(από nick, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλαπάτσα λέγεται αλλιώς και η ροχάλα, δηλαδή το πράσινο κολλώδες και σιχαμερό αποτέλεσμα φτυσίματος μύξας.

Χλαπάτσα είναι επίσης και ένα παιχνίδι που θυμάμαι από την νιότη μου. Ήταν ένα πράσινο κολλώδες λάστιχο σε διάφορα ευφάνταστα σχήματα (μέχρι και σε σχήμα πούτσας βρήκα!) που το εκτόξευες στον τοίχο και κόλλαγε.

Χλαπάτσας, on the other hand, είναι ο άνθρωπος που σου προκαλεί αποστροφή, όπως ακριβώς προκαλεί αποστροφή και η κανονική χλαπάτσα. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι και ο ρόλος του Τρύφωνα Σπιουνέα, ή αλλιώς «Χλαπάτσα», που ερμήνευσε ο Δημήτρης Φραγκιόγλου στην τηλεοπτική σειρά του ΑΝΤ-1 «Της Ελλάδος τα Παιδιά» τις σεζόν 1993-1995.

Χλαπάτσα, λοιπόν, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν τυπάκο, ύπουλο, που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πάντα μας υπονομεύει και ταυτόχρονα μας το παίζει φίλος. Ή μπορεί να μην ισχύει και τίποτα από αυτά, απλά εμείς τον χαρακτηρίζουμε χλαπάτσα, γιατί δεν μας αρέσει η φάτσα του.

- Έλα Μάνο, το βράδυ είπαμε να πάμε με τα παιδιά για μπύρες. Ψήνεσαι;
- Ποιά παιδιά;
- Ο Χρήστος, ο Μερκούρης, ο Γιάννης και ο Τρύφωνας
- Και ο Τρύφωνας; Τι τον κάλεσες ρε μαλάκα τον χλαπάτσα; Για να μας πρήξει τ' αρχίδια;

Χλαπάτσας (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified