Further tags

Το μουνί, στα Κυπριακά. Προφέρεται sheestos, και πιθανότατα να ετυμολογείται από την λέξη σχισμή.

Βλ. επίσης: πούττος.

«Κανείς δε μιλάει στη γυναίκα μου έτσι! ΘΑ ΤΟΝΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ;» (Καλαμαρίστικη απόδοση κυπριακού θυμού εξεφραζόμενου με λέξεις.)

«Κανένας εν μιλά στη γενέκαν μου έτσι. Εν να τον ισκοτώσω τον μαλάκαν γαμώ τον σσιήστο μου γαμώ. Πούν' τον μαλάκα, πούν' τον;» (Πιστή απόδοση του πιο πάνω θυμού στα κυπριακά –εκτός αν ο Κύπριος άρχισε να καλαμαρίζει για να τον καταλαβαίνει η γκόμενα και να μην ξενερώνει στο κρεββάτι).

(Από δαμέ)

(από jesus, 29/06/09)παίζει γαμωτζαζ; (από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρωχημένη λέξη «χτικιό» είναι η γνωστή φυματίωση. Η λέξη χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι αρχές του '60, όταν η ασθένεια θέριζε. Γνωστό συνώνυμο ήταν το «φθισικό». Μεταφορικά το χτικιό είναι η ταλαιπωρία, η κούραση. Χτικιάρης συνεπώς είναι ο ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος, ωσάν να έχει χτικιό, δηλ. ο φυματικός.

  1. Κείμενο από το διαδίκτυο:

Τότε ήταν η εποχή που πήγαινε μόνος του στο γήπεδο. Είχε γραφτεί και σε σύνδεσμο. Όχι όποιον και όποιον. Cockneys με το όνομα που στεγάζονταν τότε στην Μενάνδρου με αρχηγό τον Στέφανο. Έναν άνθρωπο με παλάμες κουπιά. Ψηλός και γεροδεμένος. Αντίθετα με τον κολλητό του τον Μπλάκυ που ήταν χτικιάρης και κοντός με σάπια δόντια από τα «σιρόπια». Και μια φαγωμένη μύτη από «σκύλο» κατά τα λεγόμενά του.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Παλικάρια το έκοψα εδώ και τρία χρόνια και βρήκα την υγειά μου.Σηκωνόμουν το πρωί κι έφτυνα σα χτικιάρης. Η μεγάλη βελτίωση ήταν στην όσφρησή μου πρώτα δεν ξεχώριζα τις διάφορες μυρωδιές τόσο άνετα όπως κάνω τώρα. Έχω πάρει μια χαρά που δε λέγεται.

Βλ. και σχετικό λήμμα χτικιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.

Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των «τσουτσούνι» και «παίζω». Σημαίνει τον αυνάνα, τον μαλάκα.

- Τι κάνεις εκεί ρε τσουτσουνοπαίκτη καραγκιοζοπαίκτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαγκά και γκάου μαζί, αυτός που έχει κάψει φλάντζα.

-Τόσο γκαούγκαγκας είσαι ρε; Καμακώνεις αυτήν την τύπισσα; Αυτή την πηδάει ο Κώστας. Μαλάκα, θα σε πλακώσει στα μπουνίδια έτσι και σε πιάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρώμικος μέχρι τρομοκρατίας.

-Τι μπιχλάντεν είσαι συ ρε; Βρωμάς από 'δω μέχρι Αμέρικα. Φύγε από δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που πάει με ΑΠΑΝΤΕΣ.

-Φίλε, εχθές γάμησα τη Μαρία. Εντωμεταξύ αυτή, έχει πάει με τον Πέτρο, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Αντρέα, τον Τάσο, ακόμα κι ο μανάβης της γειτονιάς την έχει πηδήξει.
-Ποια Μαρία λες ρε; Αυτή που της είχα ξεσκίσει τα βάρδουλα προχθές και την ίδια ώρα έπαιρνε τσιμπούκια από το Μιχάλη; Σου λέω είναι τσουτσουνοπαίρνοβα η γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά είναι η σκηνή, η κουρτίνα του Καραγκιόζη (στο θέατρο σκιών). Τώρα, χρησιμοποιείται πιο υποτιμητικά από το καραγκιόζης.

- Ρε τσαπά, έτσι πας να ρίξεις τις γκόμενες; Οι γκόμενες θέλουνε σωστό καμάκι. Με τις μαλακίες που κάνεις εσύ, για καραγκιόζ-μπερντέ σε περνάνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υστερών ως προς το μέγεθος πέους.

Συνώνυμα: μικροτσούτσουνος, μπάμιας, μικροπούλης, μικρός και τριανταφυλλένιος ή Πέτρος Φιλιππίδης. Το αντίθετο είναι ο ένας και μοναδικός Δάσκαλος, ο Γκουσγκούνης ο Μέγας.

- Τάκη, για την Ελένη τά 'μαθες;
- Τι έγινε;
- Άρχισε να βγαίνει με το Νίκο. Εγώ λέω την κανονίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Και πριν από μια βδομάδα την είχα γαμήσει. Και τώρα μ΄ έφτυσε γι΄ αυτόν τον μικροψώλη;
- Γυναίκα φίλε μου, πουτάνα δηλαδή.
- Όχι πουτάνα ρε φιλάρα. Καριόλα είναι!

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία.

Ετυμολογικά από το τσουράπι, πλεκτή κάλτσα που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς πολλών περιοχών της Μακεδονίας, όπου και συναντάται πολύ η λέξη.

Μπορεί να τρέχει απ' τον Δαναό στο Μέγαρο κάθε μέρα, αλλά είναι μια τσουράπω τέταρτης γενιάς η δικιά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified