Further tags

Το φευγάτο, το που δεν αναλαμβάνει ευθύνες - υποχρεώσεις, το la mojo, το αόριστο αφανές απροσδιόριστο, το ακόρυφο,το μαϊμουδοπιθήκι, ιβηρική η προέλευση μετά την κοπάνα των μαυριτάνικων ψευτο-εξουσιών.

την έκανε λαμόγιο (ναυτική έκφραση)

Oι αδελφές Michael και LaMoya Jackson (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε καραλέσβιο, το.

- Κοίτα τη λεσβόγκα μουστάκι που έχει.
- Εμ βέβαια, στο αίμα της κυλάει πιο πολύ τεστοστερόνη από τους δυο μας μαζί....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη μουνί+αρχίδι = μουνάρχιδο.
Συμπεριφέρεται ανάξια και ύπουλη προς τους συνανθρώπους του και την παρέα του.

- Τάκη μου έφαγε την γκόμενα ο Γιώργης.
- Σου το είχα πει, ρε μαλάκα, είναι μεγάλο μουνάρχιδο εσύ επέμενες να τον κάνουμε παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που η σύλληψη του δεν έγινε από μουνί όπως σε φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά από κώλο. Διπλής δράσης βρισιά γιατί ταυτόχρονα υπονοεί ότι η μάνα του την ανοίγει την πίσω πόρτα. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τη χρησιμοποιεί πατέρας για παιδί.

- Γιωργάκηηηηηηηηη! Έλα δω ρε κωλόπιασμα!
- Μην το λες έτσι το παιδί Μένιο μου.
- Ναι σιγά να μην το πληγώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να ονοματίσεις κάποιον που θεωρείς ότι είναι ΣΑ Μαλάκας.

- ΣΑΜ, φέρε μου το φάκελο ρε συ.
- Άμα με ξαναπείς ΣΑΜ, θα σε γαμήσω!
(3ος συνομιλητής) - Γιατί τον λες ΣΑΜ ρε;
- Γιατί είναι ΣΑ Μαλάκας...

Sam I am (από Vrastaman, 24/11/08)Σοβαρός Σαμ. (από Jonas, 26/02/09)(από ironick, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο τόσο απαίσιο σε χαρακτήρα, προσωπικότητα, συμπεριφορά μυρωδιά και εμφάνιση, που μόνο η παρομοίωση του με ένα κάρο σάπια λεμόνια μπορεί να τον περιγράψει επαρκώς.

- Για τον Θανάση τι γνώμη έχεις;
- Άλλο κάρο με σάπια λεμόνια κι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που πρωτοειπώθηκε από λαϊκότατο και συμπαθέστατο μανάβη στην Πάτρα. Ο άνθρωπος λαϊκός της πιάτσας, όλη μέρα με το «σεις» και με το «σας» τις κυρίες στο μανάβικο, κάποια του έσπασε τα νεύρα μία μέρα, τον έκανε έξαλλο, και την έστειλε με την παραπάνω ατάκα. Μάλλον ήθελε να πει «άντε γαμήσου κυρά μου», αλλά δεν του βγήκε εκείνη τη στιγμή.
Χρησιμοποιείται ως ατάκα πλέον όταν θέλουμε να ελαφρύνουμε το κλίμα σε μία σοβαρή συζήτηση.

(Συζήτηση φοιτητών)
- Ρε Γιώργο θα διαβάσεις να δώσεις κανα μάθημα; Έχεις σαπίσει με το φίφα μάνατζερ μέρα- νύχτα.
- Άντε γαμηθείτε μαντάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία (ένεκα συντομίας ή τεμπελιάς ή ευγενείας...), σε γραπτό λόγο μόνο, για το «γαμώ το κέρατό μου μέσα». Μας πάει πίσω σε εποχές κατά τις οποίες τα φωνήνετα εννοούνταν και προφέρονταν αλλά δεν καταγράφονταν. Νομίζω το κρατάνε οι άραβες ακόμα.

Έτσι πάει και το ρε πστ!.

(από προσωπικό ημερολόγιο της Βίβιαν)
Κυριακή 23. 11. 2008
Σήμερα που πήγα στην καφετέρια είδα τη Λίλιαν που την είχε πέσει πάλι στον δικό μου*, γμτκρτμμσ... Αυτή τη μπουτάνα θα τηνε τσακίσω μια μέρα ρε πστ...

*τον Βαγγέλα

προσοχή εκεί που γαμάς κέρατα μη στον σφυρίξουνε κιόλας (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ ανώτερο σε πουστιά και δόλο άτομο από το μουνόπανο και το αρχίδι. Σε τέτοιο βαθμό που μόνο μια πουτάνα θα μπορούσε να είχε αναθρέψει.

  2. Έμμεσος τρόπος να αποκαλέσουμε πουτάνα τη μάνα κάποιου, και σίγουρος τρόπος να αρχίσει καυγάς με ξυλοδαρμό.

1.(Διάλογος μεταξύ φαντάρων):
- Ρε μαλάκα άργησα 5 λεπτά να πάω στη σκοπιά και με έβγαλε αναφερόμενο ο πούστης ο επιλοχίας.
- Μεγάλο πουτανόθρεμμα ο τύπος...

  1. - Έλα δω ρε πουτανόθρεμμα!!!
    - Τι είπες ρε; Ετοιμάσου να πεθάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified