Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.
Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.
%
Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.
Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.
%
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φέρεται σκάρτα σε σχέσεις, δουλειές, φιλίες.
%
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Πρωτευούσης που χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους του Βορρά.
Got a better definition? Add it!
Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...
- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.
- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;
Got a better definition? Add it!
Η «ποδοσφαιρική ομάδα» - δηλαδή το group - των εθνικοφασίστων.
- Τι φασιστικές παπαριές λέει ο Σταματης να'ουμ... - Μεταγραφή από την φασιστοεθνική μας τον φέραν τον μαλάκα...
Got a better definition? Add it!
Ο λεβέντης μαλάκας -- ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται λεβέντικα χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο λακαμάς είναι και ταυτόχρονα.
(siegmundshof.wordpress.com) - Σε λίγο ξεπροβάλλει η νύφη και από πίσω περιχαρής ο λεβεντομαλάκας!
(tonisitiskalipsos.blogspot.com) Αποτυχημένος επαναστάτης, εραστής, επιστήμονας, ένας λεβεντομαλάκας...
Got a better definition? Add it!
Και κλαπαρχίδης.
Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!
Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.
-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;
Δες και κλαπανάρας.
Got a better definition? Add it!
Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.
*.
-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.
Δες και *γαμιέμαι - Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις
Got a better definition? Add it!
Ο λιγούρης και φτωχαδάκι ταυτόχρονα. Ο φτωχομπινές.
Σιγά μη μπορεί να το αγοράσει, ο χλιμίτζουρας!
Got a better definition? Add it!