Further tags

Λέξη την οποία ουδέποτε κατανόησα για να είμαι ειλικρινής, αν και λέγεται κατά κόρον (λεγόταν στα ογδόνταζ πιο πολύ).

Δεν είναι η γνωστή μας μουνίλα, η δε κατάληξη -ίκλα δεν έχει εδώ τον ρόλο που έχει στα άλλα εις -ίκλα (βλ. σχόλιο στο συντηρίκλα). Είναι κάτι σαν υπερθετικός της ύβρεως μουνί, νομίζω.

Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι είναι λέξη «αμηχανίας»: υπάρχουν στιγμές που θέλουμε να εκφραστούμε έντονα και μας βγαίνει μια λέξη η οποία όμως δεν επαρκεί, πάμε να την εμπλουτίσουμε μεγαλώνοντάς την με κάποιο συνθετικό ή προσθέτοντας άλλες λέξεις στο πλάι της, αλλά φρενάρουμε γιατί δεν μας έρχεται τίποτα στο μυαλό και τελικά γαμιέται το θέμα και λέμε μια ανύπαρκτη μαλακία και μισή. Κάπως έτσι μου φαίνεται ότι δημιουργήθηκε αυτή η λέξη. Φρέναρε στο -κ- και μετά πήρε αναγκαστική κατάληξη.

Παρόλ' αυτά είναι βαριά βρισιά.

ΕΣΥ είσαι το κομματόσκυλο, χοντρομαλάκα της δεκάρας, μουνίκλα της βροχής. (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Τραχειά και κάπως ντεμοντέ σλανγκιά για την ωραία και προκλητική γκόμενα. Την αποκαλούμε έτσι γιατί είναι δεδομένο ότι δεν πέφτει έρωτας εκεί, αλλά πούτσος. Κάτι καλύτερο από το τρύπα πάντως.

Για νέες ηλικίες: μουνάκι.

Συνώνυμα: αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι.

  1. Ο τριμαλάκας, το αρχίδι, ο μουνίκακας, ο πουτανόψυχος -και πάει λέγοντας.

Και τα δύο λέγονται και από γυναίκες.

Αν είναι δυναμό, δεν το είχαμε με τη σημασία αυτή.

  1. - Ωραίο μουνί η Τερέζα.
    - Μη σ' ακούσει μόνο να τη λες έτσι.
    - Μμμμ, σιγά την παρθενοπιπίτσα...

  2. - Και κει που ήμασταν, σκάσανε τρία μουνάκια και δεν είχε πού να καθίσουνε και καθίσανε στο τραπέζι μας και...
    - Και μέσα σε πέντε είχες γαμήσει στις τουαλέτες;
    - Ναι! πού το κατάλαβες; - Αφού σε έχω γεννήσει ρε μαλάκα άντρα!!

  3. - Είσαι και πολύ μουνί ρε φίλε, το ξέρεις;
    - Ποιον είπες μουνί ρε μουνί;

(από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδελοκατσαρόλα χαρακτηρίζουμε μια γυναίκα η οποία δεν είναι άξια προσοχής, ή απλά δεν την πάμε.

Ήσουν, είσαι και θα είσαι μια μπουρδελοκατσαρόλα και δεν πρόκειται να ασχοληθώ μαζί σου! ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!

Η κατσαρόλα του μπουρδέλου... (από Τσακ εις την μέσην, 30/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αθλητική σλανγκ η κωλόγρια είναι η ομάδα του Γηραιού Ηρακλή, και οι οπαδοί της, οι γριές.

  1. πως τα φερνει η πουτανα η ζωη,
    πως τα φερνει η πουτανα η  ζωη
    αλλοι πανε απο 'δω
    αλλοι πανε απο 'κει
    και Η ΚΩΛΟΓΡΙΑ ΣΤΗ Β' ΕΘΝΙΚΗ!!!!!!!!!!!!!!!!
    (Εδώ).

  2. TI LES MORI KOLOGRIA MONO MIA EINAI H OMADA KAI AYTOI EINAI O PAOK. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος (ανεξαρτήτου ηλικίας - και φύλου καμιά φορά) που ζει σχεδόν αποκλειστικά σε μέσα μαζικής μεταφοράς (ως επί το πλείστον λεωφορεία) και σου πρήζει τ' αρχίδια με ηλίθιες ερωτήσεις.

Κωλόγρια: - Να περάσω κοπελιά;
Εσύ: - Δεν είμαι κοπελιά κυρά μου...
Κωλόγρια: - Αχ, μ' αυτά τα μαλλιά σας πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοιούτος ή χαριτωμένος ή όπως λέει και ο παππούς μου, ο τικιτάκας.

Τον πούστης εννοώ ντε.

- Αχ Λίτσα μου, τι τεκνό είναι ο Βασίλης, πω πω λιώνω ΛΙΩΝΩ ΛΕΜΕ!

- Άστον καλύτερα αυτόν Ρίτσα μου, δεν είναι για μας.

-Τι;Τι ξέρεις και δεν το λες; Τα 'χει μ' άλλη ε; Αυτό είναι! ΩΙΜΕ!

-Τι άλλη μωρή; Πες άλλον καλύτερα...

-ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!! Μη μου πεις! Φούστα κλαρωτή ο Βασιλάκης;

Λίμνη Τιτικάκα, Περού. Νο ρηλέησον. (από Jonas, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσημη ερμηνεία: σούπα ψαρικών (από Γαλλία ή κάτι τέτοιο, τέσπα, δε βαριέσαι...)

Όπως και πολλά άλλα βρώσιμα (χαλβάς, μάπα, αγγούρω - ή, κατά προτίμηση, ''μωρή αγγούρω'' - κλπ, κλπ), ο όρος χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις διενέξεων, όταν όμως δεν υπάρχει σαφής πρόθεση προσβολής της δημοσίας αιδούς μέσω εκχυδαϊσμού. Κοινώς, σε λάιτ καβγάδες.

- Μανδάμ το ''STOP'' δεν το είδες; Αμ, έτσι μάθατε, πιάσατε ένα τιμόνι κι όποιον πάρει ο Χάρος!

- Κύριε σας παρακαλώ, να μιλάτε καλύτερα. Συγχύστηκα, θα καταρρεύσω!

- Βρε άει τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!

- Να πας εσύ! ΦΙΟΓΚΕ!

- ΠΟΙΟΝ ΕΙΠΕΣ ΦΙΟΓΚΟ ΜΩΡΗ ΜΠΟΥΓΙΑΜΠΕΣΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτόλα που τσακίζει τους πούτσους καθ' υπερβολήν.

megalh psolotsakistra!!!!
ti poutso paizei na xei faei auti gia na vre8ei ekei p vriskete :D (Κάπου στο Νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published