Further tags

Ο εξαιρετικά χλέμπη-χλέμπης τύπος. Ο «εχωνακανωμπανιοαποπαντα» τύπος, ο ξεχασμένος από τον χρόνο βρωμιάρης.

Μήτσος: - Ρε συ, μου μύρισε φέτα μαζί με το γάρο!
Ανδροκλείδωνας: - Don't panic! Ο Βρωμοσάπιεν ο Φίφης ήρθε πριν κι έβγαλε τα παπούτσια του...

Τα παπούτσια του Φίφη (από panos1962, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό μπινελίκι ελληνάρα μικροφαλλοκράτη προς όποιαν θεωρεί ότι «κάνει την έξυπνη». Σε πλήρη ανάπτυξη, συνοδεύεται με φιλοφρονήσεις τύπου «μωρή καριόλα, λινάτσα, φακλάνα, μπουγιαμπέσα», κ.α..

Εννοείται ότι έχει παρεισφρήσει εκτός σεξιστικών πλαισίων, χρησιμοποιούμενο ανεξαρτήτως φύλου ως εργαλείο αδειάσματος.

Αγγλιστί: Get back to your pots and pans!

- Γυναίκα στο τιμόνι και ο χάρος σε ζυγώνει! Τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!
- Έχω ενα μαλάκα σαν εσενα σπιτι και τα πλενει!
(Από το φόρουμ των )

- Alexis Pass: Μαρια οντος εισαι οτι ναναι, τραβα αγορασε κανα τρυλετ με τα 2ευρα του χατζηχαβαλε να πλυνεις κανα πιατο αττιτλη που θα μιλησεις για τον ΜΕΓΑ ΝΤΟΥΣΚΟ!
- Maria Apostolakh: ΤΡΑΒΑ ΜΩΡΗ ΛΟΥΓΚΡΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΠΙΠΑ ΜΕ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΦΛΩΡΟΠΟΥΣΤΑ ΟΠΑΔΕ ΤΟΥ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΥ Κ ΤΗΣ ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ Κ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΣΚΑΤΟΦΛΩΡΕ...
(Βρις-οφ στο φατσοβιβλίο)

Λέμε τώρα... (από Vrastaman, 02/07/10)

βλ. και τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του υστερικιά και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-ω».

Χρησιμοποιείται για γυναίκες κατά τις βροχερές τους μέρες, για κακές αδελφές, και με ηυξημένο σλανγκοσυντελεστή για άνδρες που τους έχει γυρίσει η τρίχα (ναι, σε σένα αναφέρομαι!).

- Πουστέρω: Ο υστερικός πούστης, από τα πούστης + υστέρω.
(Ironick)

- Σίγουρα δεν θα ούρλιαζα σαν υστέρω «είστε κηφήνες» απευθυνόμενος στους ναυτεργάτες όπως έκανε μια μη κηφήνας άεργη καριόλα με ντεκαπάζ που αδημονούσε να κουνήσει τον αφράτο μεσήλικο κώλο της στα κλάμπ των κυκλάδων.
(εδώ)

(από Vrastaman, 25/06/10)Ιζαμπέλ Υστέρ εν δράσει (από Khan, 10/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλάκω (θηλ. του «μαλάκας») επί το περιφρονητικότερον. Η κατάληξη -γκω παραπέμπει σε βλαχάρα και επίσης προσφέρεται για ένρινη προφορά ώστε να υποτιμηθεί ακόμα περισσότερο η περί ής ο λόγος.

- Δεν σε βλέπω κεφάτο...
- Έχω μπλέξει με αυτήν τη μαλάγκω ρε πστ, δεν μπορώ άλλο!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη αυτή σήμερα, από απλός υπερθετικός (στο θηλυκό) της βρισιάς βλάχος, έχει καταστεί ιδιαίτερη βρισιά της μοδός και δεν αφορά μόνο γυναίκες.

Σήμερα άμα πεις κάποιον «βλαχάρα» δεν υπονοείς τον χωριάτη που ήρθε στην πόλη, αλλά τον λαμογιάρη νεόπλουτο που ούτε για το χωριό του είναι ικανός, αλλά συ τον έχεις μπροστά σου με τα λούσα του να σου κουνιέται με ύφος σαράντα καρδιναλίων και να σου χαλάει τη ζωή.

Κλασικού τύπου βλαχάρες είναι όλο το ελληνικό σόου μπιζ, ας πούμε.

Νομίζω ότι η πρώτη χρήση της λέξης πρέπει να εντοπίζεται στα καλιαρντά ή στα νεότερα γκέικα.

  1. Βλαχάρα αποκαλεί ο Σαμαράς την Δήμητρα του Next Top Model!
    Αψιμαχίες στο βωμό της διεθνούς πασαρέλας έχουν ξεκινήσει παρασκηνιακά, μεταξύ ανερχόμενων και… φτασμένων μοντέλων! Οι «φιλοφρονήσεις» στον διαδικτυακό τόπο του Facebook ανάβουν φωτιές καθώς οι χαρακτηρισμοί δεν είναι και οι πλέον ευγενέστεροι για τους ανθρώπους και επαγγελματίες του είδους. από: http://www.gossip-tv.gr/

  2. ενταξει μαν ειμαι υπερβολικος ισως αλλα σεβας σε περη και ιωαννινα ρε μαγκες. σεβας ρε γιατι ζουνε δυσκολα εκει πανω.σεβας ρεεεεεεεεε th enois;;;;;;;;;; ζουνε δυσκολα εκει πανω;;;;;;;;;;
    εννοω μωρη βλαχαρα πως ειναι ξενερα να ξυπνας το πρω και να εχεις τα κορν φλεικς αλλα για να τα φας να πρεπει να αρμεξεις την αγελαδα...
    (από φόρουμ)

  3. - Και της λέω, μέσα στο μαγαζί: Ούστ μωρή βλαχάρα που μου θες και μεταξωτή κρητική βράκα 160 ευρώ για να βγεις για φαγητό! - Είσαι με τα καλά σου; Και αυτή;
    - Ε, έγινε μαδομούνι όπως φαντάζεσαι. Μας πήρανε σηκωτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γαμιέσαι να ασπρίσεις; Δεν μας παρατάς, δε μας χέζεις.

Ρε μαλάκα δώσε μου για μία μέρα την Lamborghini σου.
— Βρε δε γαμιέσαι να ασπρίσεις λέω γω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε τηλεοπτικό καβγά στην εκπομπή «Ζούγκλα» του Μάκη, διαπληκτίστηκαν σε μάλλον ανοίκειο ύφος ο δημοσιοκάφρος Μάνος Αντώναρος και ο βετεράνος πολιτικός Κίμων Κουλούρης. Όταν οι τόνοι της αντιπαράθεσης ανέβηκαν, ο πρώτος χρησιμοποιούσε τη φράση-λήμμα μας κατ' επανάληψη, με κοφτή, σιγανή φωνή (sotto voce), κάθε φορά που ο δεύτερος πήγαινε να μιλήσει, παράγοντας ένα εξαιρετικό σλανγκικό αποτέλεσμα, που αποτυπώνεται και στον γέλωτα των παρισταμένων.

Χρειάζεται προσοχή στη χρήση του λήμματος, καθότι αυτό είναι τα μάλα εκνευριστικό γι' αυτόν που το δέχεται και υπάρχει κίνδυνος η αντιπαράθεση να περάσει από τα λόγια στα χέρια. Στον εν λόγω καβγά, ο Αντώναρος βρίσκεται στο στούντιο ενώ ο Κουλούρης παρεμβαίνει τηλεφωνικά.

Στο μήδι με τον σκυλοκαβγά που ακολουθεί, το λήμμα ακούγεται στα εξής δευτερόλεπτα: 1:58, 2:14, 3:26, 5:02 και ίσως και αλλαχού.

- Εγώ είχα πάει να δω το σπίτι με σκοπό να το νοικιάσω...
- (Σκάσε βλάκα)
- Συγνώμη, δεν άκουσα γιατί μιλούσα...
- (Σκάσε βλάκα)
- Μιλάμε ταυτόχρονα και δεν ακούω...
- (Σκάσε βλάκα)
κ.ο.κ.

(από allivegp, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλώστρα είναι ο δειλός , η κότα, ο κιοτής, αυτός που υπερηφανεύεται για να κάνει το κομμάτι του αλλά όταν έρθει η ώρα να αποδείξει τα λεγόμενά του και τις υποτιθέμενες ταρζανιές του, κωλώνει, κλάνει μέντες και γίνεται ρεντίκολο μπροστά σε όλους.

Περί της ορθογραφίας του λήμματος, αν και συναντάται και ως «κολόστρα», το σωστό είναι με ωμέγα εκ του κώλος, πισινός δηλαδή. Όταν γυρίζουμε τον πισινό μας στην πρόκληση, όταν δηλαδή την αποφεύγουμε και υποχωρούμε προκειμένου να μην εκτεθούμε στον παραμικρό κίνδυνο.

Οι κλασσικές κωλώστρες είναι πάντα πολυλογάδες, ψευτοπαλληκαράδες και νταήδες του γλυκού νερού.

Φιλοσοφική σχολή 2ο ετος εγω και τοτε μου αρεσε καποιος... Μεγαλη κωλόστρα εγω τοτε δεν εκανα κανενα βημα... Με λιγα λογια ο τυπος αγνοουσε την υπαρξη μου... Αποφασιζω λοιπον να του γνωστοποιησω οτι υπαρχω...
Το πρωι της αποφραδας εκεινης μερας στεκομαι μπροστα στην ντουλαπα μου και αποφασιζω να γινω μια Θεα... Επιλεγω ενα μαυρο κοντο φορεματακι (ηταν στη μοδα τοτε εκεινα τα μικροσκοπικα που στενευαν μεχρι τη μεση και ανοιγαν στο τελειωμα αερινα και προκλητικα κοντα...) Εχοντας απιστευτα σεξι διαθεση κανω τη μεγαλη πατατα να φορεσω απο κατω στριγκακι... Βαζω και το εντυπωσιακο πεδιλακι μου, χτενιζω τις παιχνιδιαρικες καταξανθες ανταυγιες μου, καμαρωνω στο καθρεφτη τα 48 (τοτε...) κιλακια μου, με φτυνω περιπαθως να μην με ματιαξω, αρωματιζομαι και φευγω. (το άφησα όλο το παράδειγμα από κάποιο φόρουμ γιατί είχε ενδιαφέρον)

κωλοστράρες (από perkins, 12/06/10)Λατινικη κολοστρα, για να μην (;) κωλωνεις! (από perkins, 14/06/10)

Επίσης η λέξη γράφεται και «κωλόστρα», βλ. παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένη εκδοχή του motherfucker που, ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με οιδιπόδεια συμπλέγματα.

Οι νέγροι των ΗΠΑ (δούλοι και απελεύθεροι) συχνά απέδιδαν στους λευκούς την προσωνυμία μαδαφάκα, εννοώντας ότι οι «αφέντες» βίαζαν τις μανάδες τους. Κατ' επέκταση, επιστάτησε για όποιον πήδαγε τη μάνα κάποιου γενικότερα. Η βρισιά αυτή διαδόθηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο.

Στα ελληνικά αποδίδεται και ως «μανογαμιάς» και άλλα παρεμφερή παράγωγα.

Δεν έχει το Θεό του, ο άτιμος ο μαδαφάκας! Πηδάει μέχρι και τη μάνα του κολλητού του!

Και η εκγαλλισμένη κουλτουριάρικη εκδοχή (από Khan, 13/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified