Selected tags

Further tags

Ναρκόσλανγκο το οποίο δηλώνει το κάπνισμα ηρωίνης με αλουμινόχαρτο.

Θα τσουλήσουμε τίποτα ρε μάστορα?

Άντε φέρε το αλουμινόχαρτο να κάνουμε τσουλήθρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος στα πολύ ξεχού!

Παίζει κάνας φιόρος ρε ψηλέ?

Βγάλε το φιόρο δεν παίζει κίνηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ένοχος άλλα δεν κινεί καμία υποψία! Το ξεκάρφωμα σε ναρκοσλάνγκ!

Ο Βασίλης πίνει το τσοκάνι μπροστά σε όλους. Πολύ ξεχού και φυσιολογικός!

Βλέπε και αντιχού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για το Hash-Χασίς (Σοκολάτα)!

Έχει τσοκάνι απο το Μαρόκο ο φίλος!Ωραία θα το στρίψουμε μακαρόνι η σε μπιλάκια?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για το σπασμένο, ή τριμμένο χόρτο. Οι απανταχού τζουράκηδες το παίρνουν μόνο σε περίπτωση μεγάλης χαρμάνας, ή δε το παίρνουν καθόλου, καθώς θεωρείται μη τίμιο σε σχέση με τη στερεά μορφή (παπάς) καθώς είναι πιο αδύναμη η μαστούρα που δίνει.

Ρε μαλάκα παπάδι θέλω, όχι τρίμμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πασπάλι (το), πασπάλια (τα), πασπάλα (η)

Κατόπιν προτροπής Khan συνδύασα-συμπλήρωσα ορισμούς από πασπάλα, τρίμα συμπεριλαμβάνοντας και στοιχεία από τα σχόλια.


Κυριολ.: Πολύ λεπτή σκόνη , πούδρα, άχνη, πολύ ψιλό αλεύρι, που επικάθεται. Βλέπε και «πασπαλίζω». Από το αρχαίο πασπάλη (Βλέπε και το σχεδόν συνώνυμο παιπάλη).

Παράγωγα: πάσπαρος (= χώμα, σκόνη) και πασπαρίτης (ο καμπίσιος στην Κρήτη), Πάσπαργο(ς) = ένα νησάκι ανάμεσα Χίο και Τουρκία που φαίνεται θολό σαν σκονισμένο (Ιστορία της Χίου Γ. Ζολώτα 1905) κι άλλα που δεν τα ξέρω. (έχει και λεξικά).

Σλανγκικώς:

Α. Το τρίμμα, η σκόνη από τη φούντα που μένει σαν κατακάθι στη συσκευασία. Χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τον ατόφιο παπά, περιέχει τρίμματα από φύλλα και κλαδάκια, σποράκια, σκουπιδάκια κλπ.(1) το κανναβικό αντίστοιχο του σώσματος στο κρασί (θολό, με γύψο κλπ) παράγοντες πονοκέφαλου και τα δύο.

Β. Παλιοκαιρίστικια κουβέντα για το γαμήσι (ίσως από την παλινδρόμηση όπως στο πασπάλισμα ή από την επικονίαση??)

(1) Επειδή στον ορισμό πασπάλα αναφέρεται ως η καλύτερη ποιότητα χόρτου ενώ παντού αλλού σημαίνει τη μούφα φούντα πρέπει να αναφερθεί ότι στην παραδοσιακή παρασκευή χασίς από τη φούντα, στο στάδιο που κρεμούσαν τα δενδρύλλια ανάποδα για να ξεραθούν (ή για να «κατέβουν τα λάδια») σε συνθήκες ελεγχόμενης υγρασίας, το πασπάλι που μαζεύονταν από κάτω, που ήταν τα τρίμματα των ανθών και φυλλιδίων του παπά, έδινε την άριστη ποιότητα χασίς (κολλούσε από μόνο του στα χέρια και τρίβοντάς τα μεταξύ τους, έπαιρνες καϊνάρι σε μακαρόνι).

Ορισμοί από Eazy και Titsunited, σχόλια από Zentai,Patsis, ΜΧΣ, Deinosavros, Betatzis, Hodjas, Khan Παραθέτω τα παραδείγματα των άνω ορισμών:

1-ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;

ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.

Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί: -ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!

Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.

2-Ρε μαλάκα, παπάδι θέλω οχι τρίμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σινάχης, συνάχης

Παλιά ρεμπετιά για φυλή τζόρικων κακοπρέζονων του κατώτατου λουμπεναριού.

- Τους συναχηδες [Κοκαινοποτες, περιθωριοποιημενοι ακομη και απ τους ιδιους τους ρεμπετες, που συνηθως κατεληγαν στην πρεζα.] (εδώ)

Συνάχης εν δράσει

Σώζεται κυρίως μέσω του ομώνυμου τραγουδιού του Μάρκου Βαμβακάρη:

♪♫ Με ποιον τα’χεις συνάχη μου
αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου,
και πας να εγκληματίσεις
♪♫
«Ο συνάχης»)

Ο Συνάχης, 1934

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία και την ετυμολογία. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ετυμολογείται απ το συνάχι, δεδομένου ότι τα μαστούρια και δη οι κοκάκηδες παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα οιονεί κρυολογήματος. Άλλοι προκρίνουν την μορφή σινάχης, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει σχέση με το συνάχι - χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνουν κάποια αληθοφανή εναλλακτική ετυμολογία.

- με βάση τον Ηλία Πετρόπουλο, στο τραγούδι αυτό δεν ισχύει το γράμμα υψιλον, διότι «δεν πρόκειται για την γνωστή ενοχλητική αρρώστεια. Σινάχης ειναι ο απειλητικός μουτρωμένος. Ο ξακουστός κουτσαβάκης και νταής αμαξάς Σινάχης, που τον φοβόταν όλη η Παλιά Αθήνα, δεν είχε άδικα αυτό το παρατσούκλι. (εκεί)

- Όταν «O Σινάχης» ξεχυθεί απ' τα ηχεία, τότε ρεμπέτικο και blues ενώνονται εις σάρκα μιαν. Οι χορδές της ακουστικής κιθάρας πάλλονται ενόσω τα τάστα του μπουζουκιού δέχονται ευχάριστα πίεση. (εδώ)

Βλ. και συναχωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Βαράω τατουάζ/ ενέσεις. Κυριολεκτικά, αλλά δες και το παράδειγμα 2 (!!!).
Β. Κάτι με χαλάει, με αρρωσταίνει, με βλάπτει.
Γ. Διεκδικώ κάτι.
Δ. Προσάπτω/ φορτώνω σε κάποιον κάτι.


Οι ορισμοί αυτοί προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες του λήμματος χτυπάω:

  • Αγοράζω κάτι, τρώω κάτι (ανεξάρτητα αν το αγόρασα ή όχι) (acg)
  • κλωτσάω, δεν ταιριάζω, δεν κολλάω, βγάζω μάτι, κάνω μπαμ, κάνω κακή εντύπωση ή δίνω την υποψία για κάτι αρνητικό. (ironick)
  • μπαίνω σε διαδικτυακό σάη αυξάνοντας την επισκεψιμότητά του. (Khan)

αλλά και στα λήμματα χτυπάω κόκκινα, μπιέλα, στρόφαλο, πιράκια, ταβάνι, χτυπάω γκόμενα και το μουνί μου στον τοίχο,


Η Samantha μίλησε για τον θυμό της στην Metro: «Για να φύγει αυτό από πάνω του θα πρέπει να ξοδέψουμε £1,000. Επίσης τι θα πει η κόρη μας μόλις τον δει σε μια πισίνα κάνοντας μπάνιο» Άτιμος ο έρωτας με χτύπησε με δόλο
Α.

  1. Με βλέπω να χτυπάω τατουάζ μανίκι τόσο που μαγειρεύω. ΕΔΩ
  2. Με την γλώσσα μου χτυπάω τατουάζ στην κλειτορίδα ... ΕΔΩ.
  3. η οδοντιατρος μου χτυπησε μια ενεση που αν αυτη τη στιγμη μου δωσει μπουνια o mike tyson δεν θα νιωσω απολυτως τιποτα!

Β.

  1. -Με χτύπησε το ποτό
    - Γιατί, τι του έκανες; ΕΔΩ
  2. Ο έρωτας με χτύπησε με γιόλο και πήγα και αγάπησα τον στρογγυλό σου κώλο.
  3. Πείτε μου τουλάχιστον ότι σας χτύπησε ο ήλιος ή έχετε καιρό να κάνετε σεξ να το καταλάβω ρε
  4. Η κρίση χτύπησε τα μπουζούκια: Εκλεισαν τα 19 από τα 22 στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης http://dlvr.it/C4604v #Χαλαρα
  5. Ο καρκίνος χτύπησε διάσημο πρωταγωνιστή του "Χάρι Πότερ" http://dlvr.it/BDxHn8
  6. Μία εξαιρετικά δυσάρεστη σύμπτωση «χτύπησε» την οικογένεια

Γ.

  1. Χτύπησα πρωτιά η λαθος ειδα? Αντε καλη χρονια με υγεια να εχουμε <3
  2. - Στο σεξ χτυπάς;
    - Χτυπάω αλλά δε μου ανοίγουν. ΕΔΩ
  3. πωπω κελεπούρι από το πουθενά χτύπησα! Θενξ ντιαρ!! ΕΔΩ

Γ.& Δ.

  1. Ο Βαγγέλας θέλει να χτυπήσει την Κρήτη, μόνο που τον πρόλαβε ο εισαγγελέας κ του χτύπησε τον Μαρκογιαννάκη. Ξεφτίλα πριν σωθεί με "ασυλιες". ΕΔΩ

Δ.

  1. -Και επιτέλους κάτι πρέπει να γίνει με τα McDonalds στα βόρεια προάστια. Εγώ πού θα τρώω τις νύχτες μοναξιάς δηλαδή;
    -Εσύ να μην έφευγες από τα νότια
    - Πόσα χρόνια θα μου το χτυπάς ΕΔΩ
  2. Ερμή, για πόσο ακόμη θα μου το χτυπάς για τον κρητικό γάμο;;; :P (πχόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κάποιο χάπι (ή αλλιώς κουμπί), ναρκωτικό ή οτιδήποτε άλλο.

  1. Από εδώ:
    Κούμπωσε ένα Tavor, οπότε, χαλάρωσε και διάβασε με δική σου ευθύνη παρακάτω.
  2. Από εδώ:
    Κούμπωσε ένα imodium να ισιώσεις.
  3. Από εδώ:
    Μη νομίζεις έχω κουμπώσει δύο υπογλώσσια για να απαντήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified