Χρησιμοποιείται για άτομα ή καταστάσεις που είναι ανυπόφορες.
Αυτή η δουλειά είναι απάλευτη...
Τι είναι αυτά που λες ρε; Είσαι απάλευτος!
Χρησιμοποιείται για άτομα ή καταστάσεις που είναι ανυπόφορες.
Αυτή η δουλειά είναι απάλευτη...
Τι είναι αυτά που λες ρε; Είσαι απάλευτος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα
- Την παλεύεις φιλαράκι;
- ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)
Απάλευτη η φάση.
Ο Απάλευτος.
Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.
- Παλεύεται το φαγητό;
- Ε, την ψιλοπαλεύει.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, -ιές, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω, αντιπαλευόν. Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που σημαίνει ότι δε δίνω καμία απολύτως προσοχή στα λεγόμενα κάποιου.
Είναι σαφώς ισχυρότερη από το απ' το ένα αυτί μπαίνει και απ' το άλλο βγαίνει, καθώς υποδηλώνει ότι η φωνή του συνομιλητή μεταδίδεται απευθείας προς Κάιρο παρακάμπτοντας πλήρως το ακουστικό μας νεύρο.
- Καλημέρα σας, σας καλούμε από την DDT και θα θέλαμε να σας υποβάλουμε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με μια έρευνα που...
- Ναι, ναι. Μισό λεπτό, μην κλείσετε, σας συνδέω με Κάιρο...
Got a better definition? Add it!
Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.
- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Φέρομαι σαν πούστης, σαν αδερφή.
-Δεν ξέρω αν γαμάει ο Μπάμπης, πάντως πουστρίζει πολύ.
-Τι λες ρε; Έχει γκόμενα κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.
Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Βρίσκομαι σε μέρος όπου η αναλογία αντρών-γυναικών κυμαίνεται σε απελπιστικά επίπεδα. Πάρα πολλοί άντρες και πάρα πολύ λίγες γυναίκες. Οπότε ανταγωνισμός στο πέσιμο.
-Μην πάμε στο πάρτυ του Βαγγέλη! Θα είναι αρχιδόκαμπος και θα κονταροχτυπηθούμε!
Got a better definition? Add it!
Απογοητεύω, αφήνω σύξυλο, κόβω τον αέρα από κάποιον.
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!