- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...
- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...
Got a better definition? Add it!
Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.
Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι μας ξενερώνει.
- Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...
- Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.
Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν κάτι γίνεται βαρετό και μονότονο. Όταν δηλαδή αρχίζει και κουράζει, αλλά με αντικατάσταση των ζ με δ για να προκληθεί ο γέλωτας.
(...μετά από μια μακρά ανάλυση της αναγεννησιακής μουσικής)
- Και κάπου πάλι διάβασα πως το λαγούτο στην Αναγέννηση...
- Αρχίδει και κουράδει!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.
Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.
β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος δεν μπορεί να κάτσει σε μια μεριά, είτε λόγω άγχους είτε λόγω χαρακτήρα.
- Πάλι θα βγεις ρε Μπάμπη; Τι θα γίνει με την πάρτη σου, κωλομυρμηγκίδα έχεις; Όλη μέρα γυρνάς δεξιά και αριστερά, θα πέσεις απ' τα πόδια σου καμιά ώρα.
Got a better definition? Add it!
Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.
- Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.
- Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διακρίνεται σε 3 μορφές:
- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)
Ουδέν σχόλιον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.
Ουδέν σχόλιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified