Further tags

Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακουμπάω ή χτυπάω με το όχημά μου κάποιο άλλο όχημα είτε σε παρκάρισμα είτε σε τρακάρισμα αντίστοιχα.

Το λήμμα φανερώνει μια πιο ερωτική διάθεση απέναντι στην επαφή δυο οχημάτων αποφορτίζοντας, κάποιες φορές, την όλη κατάσταση.

Πιο συχνή είναι η χρήση του τρίτου πληθυντικού και κυρίως σε αόριστο χρόνο, χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί κανόνα.

  1. - Φιλαράκο, ήθελα να σου πω ότι τώρα που έκανα όπισθεν δεν τα υπολόγισα καλά και, ξέρεις, σε φίλησα λίγο..
    - Μισό λεπτό να δω...[βλέπει] Πωωω! Μου έβαλες όλη τη μούρη μέσα ρε φίλε! εσύ δε με φίλησες, με γάμησες!

  2. - Ωπ! Τι μπαμ ήταν αυτό;!
    - Να ρε, εκεί! Φιλήθηκαν στη διασταύρωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γρήγορης οδήγησης σε δρόμο με στροφές.

- Πω πω πέρασε ένας φέτες το εσάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρασμα με αυτοκίνητο από στροφή με μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα πλαγιολίσθηση. Αλλιώς λέγεται και «με τις πόρτες».

Τον είδες; Μπήκε στη στροφή φέτα! (ή φέτες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο οδηγός χάνει τον έλεγχο του αυτοκίνητου του το οποίο σβουρίζει γύρω από τον άξονά του παίρνοντας αμπάριζα ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Διατυπώνεται κι ως «παίρνει σβούρες».

Βλ. επίσης σαβανοκύριακο.

- Τα Χριστούγεννα έγινε ένα τρακάρισμα στην εθνική, η οδηγός του ΙΧ έχασε τον έλεγχο, το αμάξι έφερε σβούρες, τσακίστηκε στο διαχωριστικό και άρπαξε φωτιά! Παρολαυτά η γυναίκα κατάφερε και βγήκε σχεδόν αμέσως ζωντανή από το αυτοκίνητο...για να την παρασύρει και να την σκοτώσει άλλο διερχόμενο αμάξι στην εθνική την επόμενη στιγμή!
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά λέξη μετάφραση του Αγγλικού «Eat my dust». Χρησιμοποιείται με διάθεση κυρίως πειρακτική ή περιπαικτική ή ως καυχησιολογία από κάποιον που προηγείται κατά πολύ των αντιπάλων του σε οποιοδήποτε ανταγωνιστικό παιχνίδι ή αγώνα.
Προέρχεται από κόντρες με μηχανές ή ανοιχτά αυτοκίνητα. Σε αυτή την περίπτωση, όποιος ή όποιοι έπονται αναγκαστικά θα πρέπει να περάσουν μέσα από το σύννεφο σκόνης που σηκώνει όποιος προηγείται, οπότε και θα εισπνεύσουν και θα καταπιούν αρκετή από τη σκόνη «του».

-Φάε τη σκόνη μου Αντρέα! Είμαι στον έβδομο γύρο της πίστας κι εσύ μόλις στον πέμπτο!

- Ο καλοπληρωμένος παίχτης Χ έφαγε τη σκόνη του πρωτοεμφανιζόμενου παίχτη Υ που σκόραρε πολύ περισσότερα καλάθια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Νέμεσις των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο απόλυτος όλεθρος. Συμβαίνει όταν εισέλθει νερό σε υγρή μορφή στους κυλίνδρους δίχως να το αντιληφθούμε.

Με το μιζάρισμα και επειδή το νερό είναι ασυμπίεστο αν είμαστε τυχεροί θα καταλήξουμε μόνο με κομμένες μπιέλες (διωστήρες).

Μπορεί να ακουστεί στον στρατό και ως απειλή στους νέους.

-Θα πάθετε υδροστατική εμπλοκή νεόπες.
-..............

(από northwind, 12/08/09)Το κάτω είναι η μπιέλα... (από panman_gr, 13/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος οδηγεί κάποιο όχημα πολύ γρήγορα, δηλαδή το πάει μαλλιοκούβαρα.

- Πως πάει έτσι αυτός με το αμάξι;
- Τσουρούλια το πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπλέκω απειροελάχιστα.

- Το στήνεις ωραία στη στροφή, τσιμπάς λίγο χειρόφρενο, στρώνεις με ανάποδο και τους γεμίζεις σκόνη.

- Κοίτα, εμείς βγαίναμε με Cooper, όλη η υπόθεση λοιπόν ήταν να μην πέσουν οι στροφές, οπότε δούλευες μύτη-φτέρνα, δηλαδή με την φτέρνα κρατούσες το γκάζι ψηλά και με την μύτη τσιμπούσες το φρένο...
- Δηλαδή τούρμπο δεν είχατε τότε, θείο;
- Ασταδιάλα, κάθομαι και σου μιλάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified