Further tags

Έκφραση που υποδηλώνει ότι εχει πέσει πάρα πολλή δουλειά ή χώσιμο.

Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε από το αρχαιότερο επάγγελμα, στο οποίο ο βαρύς φόρτος εργασίας ενίοτε προκαλεί την εν λόγω παρενέργεια.

Αγγλιστί, our vagina has coagulated.

Σε τρέχουν οι μεγαλύτερες σειρές; Είσαι το κωλόψαρο του λόχου; Έχει πήξει το μουνί σου στις αγγαρείες; Σου έχει τεντώσει το κορμάκι ο Λοχαγός; Πάρε τον Τηλε-Παλιό!
(από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες της ευαίσθητης ανδρικής περιοχής αποτελούν πρόβλημα μόνο σε περίπτωση μικρού μεγέθους.

Σταμάτα ρε να παραπονιέσαι και να μας ζαλίζεις τ' αρχίδια, τον κοντό τον πούτσο οι τρίχες τού φταίνε.

Της κοντής ψωλής, οι τρίχες της φταίνε. (από Cunning Linguist, 15/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, συνώνυμο συγκεκαλυμμένο της ερωτικής περίπτυξης.

- Τι έγινε Γιωργάκη, περάστε καλά με τη Μαίρη το Σαββατοκύριακο; - Μια χαρά, επιτέλους βουτήξαμε τον κολιό στο ξίδι, μετά από δύο μήνες. Καιρός ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βγαίνει βόλτα μια αντροπαρέα τότε λέμε ότι παίζει φάση τσατσάρα παρομοιάζοντας με μια τσατσάρα το σχήμα που δημιουργείται από τους άντρες στη σειρά και σε πλήρη στύση.

- Φίλε ανεβήκαμε φέτος το καλοκαίρι στη Χαλκιδική 6 μπακούρια!
- Έλα ρε! Φάση τσατσάρα δηλαδή!

Η χιονάτη θέλει επειγόντως χτένισμα. Ερρρρρχεται τσατσάρα με 7 πτυσσόμενα δόντια (από GATZMAN, 19/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψώλινγκ μέσω υπολογιστή. Συναντάται κυρίως σε ώρες γραφείου, αλλά και γιατί όχι, μετά τη δουλειά!

Alex says:
Hello Joep (proferetai 'Gioup') there has been an accident here in Greece and I can not come to Holland
Alex says:
Alternatively I will stay in Greece
Alex says:
like, forever
Alex says:
eternally
Fred Grappa says:
what kind of accident;
Alex says:
the airport broke down unfortunately
Fred Grappa says:
broke down;
Alex says:
yes, I went there this morning and there was no airport
Alex says:
so I couldn't get in the airplane
Fred Grappa says:
have they thrown rubble on it;
Alex says:
they built a mall because IRR(Mall) > IRR(Airport)
Fred Grappa says:
ok alexis no prob I see that you are very good at finance so dont come
΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄
Fred Grappa says:
dont wanna see your smelly ass no more
Alex says:
go screw your cow wife
Fred Grappa says:
alexis, u low-life SOB
Alex says:
eat gouda cheese dutch sorry ass
Fred Grappa says:
eat vromiko at mavili (with dogs pissing at u)
Alex says:
got to go now. Girls here are horny because it is not raining here

Βλ. και σχετικό λήμμα e-πούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκώ έντονη σεξουαλική δραστηριότητα με αποδέκτη γυναίκα. Αποτελείται από το γνωστό στερητικό πρόθεμα ξε- και το αντικείμενο που σέρνει καράβι.

- Πού είναι ο αδερφός σου;
- Ήρθε με άδεια ορκομωσίας προχθές και δεν τον έχω δει καθόλου. Είναι στο σπίτι της γκόμενάς του και δεν έχει ξεμυτίσει. Πρέπει να το ξεμούνιασε το κοριτσάκι, θα γίνεται πραγματική μάχη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιμπούκι στα ποδανά.

Σήμερα θα βγω για πρώτη φορά με το γκομενάκι που γνώρισα στην Πάρο. Πιστεύω ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα γίνει μόνο μπουκιτσί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ απλά: συνουσιάζομαι.

- Τι έγινε ρε μόρτη, το γυαλίζεις καθόλου το μπαστουνάκι στη Θεσσαλονίκη;
- Το κατά δύναμιν, ό,τι μπορούμε κάνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βατέματος, δηλ. του ζευγαρώματος, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού κατσικιού ή προβάτου. Από το ρήμα μαρκαλίζω ή μαρκαλάω, γνωστό και ως οχεύω. Κατά πάσα πιθανότητα αλβανικής προελεύσεως, από τις λέξεις merr («βατεύομαι») + kal(ë) («άλογο»).

- Μέτρησες τα πρόβατα;
- Όλα εντάξει, τα κριάρια είναι πίσω από τον λόφο και έχουν πλακώσει κάτι προβατίνες στο μάρκαλο.

(από krepsinis, 06/09/08)(από krepsinis, 06/09/08)

Βλ. και μαρκαλεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίπτυχο που λακωνικά περιγράφει την ευτυχή κατάληξη ενός φλερτ.

Μπορεί να γραφτεί και ως: Α-μου-κάτσει, Α-μουνί-κε, Ρουφάει...

Εμπνευσμένο από τρεις διεθνείς νιγηριανούς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του 90:

Daniel Owefin Amokachi
Emmanuel Amuneke
Peter Rufai

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι δυο πρώτοι (Αμοκάτσι-Αμουνίκε) ήταν επιθετικοί, ενώ ο Ρουφάι ήταν τερματοφύλακας. Λεπτομέρεια που προσδίδει επιπλέον σημειολογική ομορφιά στον ορισμό.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με το λήμμα Χοσάδας (ο)

  1. - Τι λέει το πάρτυ;
    - Καλά μωρέ, τα κλασσικά... Αμοκάτσι, αμουνίκε ρουφάι.

  2. (μέρος του λήμματος σε ερώτηση): - Σου φαίνεται καλή αυτή;
    - Ναι, αλλά αν αμοκάτσι αμουνίκε, λες να ρουφάι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified