Further tags

Η φράση αποτελεί παράφραση της παλιά παροιμίας «το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς». Η σλανγκοπαροιμία περί μαλάκα και μαλακίας προκύπτει από την αρχική παροιμία μάλλον με τη μεσολάβηση της εσφαλμένης μεν αλλά σύντομης και εύχρηστης εκδοχής «το χρήμα πολλοί αγάπησαν...», η οποία βέβαια παραλείπει το «τη δόξα ουδείς» γιατί θα ήταν πασιφανές λάθος, και η οποία δε συγκρίνει χρήμα και δόξα, απλά καταγγέλλει την φιλαργυρία και τα άσχημα καμιά φορά αποτελέσματά της....

Η σλανγκ πλιατσικολόγησε πάνω σε αυτή την εσφαλμένη και ηθικολογική εκδοχή αναφερόμενη στο πολυαγαπημένο της ζήτημα, τη μαλακία, και μεταφέροντας τη σύγκριση στο επίπεδο όχι διαφορετικών αξιών (χρήμα ή δόξα) αλλά μεταξύ πράξης και υποκειμένου της πράξεως: μεταξύ «μαλάκα» και «μαλακίας». Έτσι, όμως, έδωσε και ένα άλλο, όχι πιστό, αλλά εξίσου ισχυρό νόημα, στην όλη νοηματική δομή της αρχικής παροιμίας...

Να σημειώσουμε ότι ως φόρμα, η φράση είναι φοβερά σλανγκοεύχρηστη: σχεδόν κάθε χαρακτηρισμός μπορεί να ενταχθεί και να προκύψουν φράσεις με λεπτές νοηματικές αποχρώσεις, αλλά και μικρές οάσεις αμφισημίας που είναι όμως ανάλογα την περίσταση τίγκα στο νόημα, λ.χ.

  • το πουστρηλίκι πολλοί αγάπησαν, τον πούστη ουδείς
  • το κλανίδι πολλοί αγάπησαν, τον κλασμένο ουδείς
  • το γαμήσι πολλοί αγάπησαν, τη γαμιόλα ουδείς, κ.λπ. κ.λπ.

    Γενικά, το νόημα είναι περίπου ότι μια πράξη αγαπητή και ηδονική, δε θα πρέπει πάντως να γίνεται καθ' υπερβολή ώστε να χαρακτηρίζει κάποιον... Οπότε, η αφηρημένη δομή και φόρμα έχει περάσει στη σλανγκ (βάλαμε το «μαλάκας» συγκεκριμένα περισσότερο ως εμβληματικό), γιατί καλύπτει μια ανάγκη: την ανάγκη με ασεβή τρόπο (που εξασφαλίζεται με την βεβήλωση μιας ηθικοπλαστικών καταβολών αρχικής φράσης) να μπορούν να καταγγελθούν, όταν πρέπει, τα καθόλου μισητά κατά τα άλλα για τη σλανγκ φαινόμενα υπερβολής.

Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι, σαν φράση γενικά και ειδικά δεν είναι και πολύ ποιοτική, ούτε καν για σλανγκ, ανήκει στα τάρταρα της σλανγκ, not least επειδή περιέχει καθ' υπερβολή και παρήχηση σλανγκο-ύβρεις. Και νοηματικά, δεν είναι τόσο καλή ώστε να τη λέμε συχνά, έστω κι αν σχηματίζεται πολλές φορές μέσα στο κεφάλι μας με ακατανίκητο συνειρμικό τρόπο. Για το ότι δεν τη λέμε ευθύνεται επίσης η σχετική της αμφισημία/αστοχία για παροιμία που θέλει να είναι («ποιοι αγάπησαν τη μαλακία;» «δεν υπάρχουν μαλάκες που αγαπήθηκαν;»). Συγγενεύει δηλαδή γενικά με ένα απροσδιόριστο βασίλειο καθημερινής γλωσσικής σαχλαμάρας, διαφορετικό πάντως από αυτό στο οποίο ανήκουν όσα ο χρήστης Jesus έχει επισημάνει ως προσδίδοντα γελοιότητα στο λόγο εδώ, και διαφορετικό και από το βασίλειο των σεφερλισμών.

Απαντά και με το αρχαιοπρεπέστερο «ηγάπησαν».

Παράδειγμα 1 (από δικού μου)

- Με παράτησε η Φιλίππα, γιατί λέει στέλνω mail στις πρώην μου... μπουχουχου...
- Εμ, τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς...

Παράδειγμα 2 (από blog - συνιστώ ανεπιφύλακτα να διάβάσετε το συγκεκριμένο ποστ)

Αγαπητοί εν Χριστω αδελφοί να γνωρίζετε ότι αν την τινάζετε πάνω από τρεις φορές θεωρείτε αυνανισμός (μαλακία).

Την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σύντεκνοι» είναι δύο μεγάλοι σε ηλικία πούστηδες, που μοιράζονται το ίδιο τεκνό.

Λένε ότι τον Ρουβά τον προώθησαν πολύ οι σύντεκνοί του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πνιχτή μαλακία, άλλως τον αυτο-ερωτικό στραγγαλισμό ή την ασφυξιοφιλία. Συγκεκριμένα, πολλοί αυνανιστές προκαλούν εκούσια ασφυξία κατά την διάρκεια του χερογλυκάνου, με σκοπό να αυξήσουν την αίσθηση ηδονής κατά την κορύφωση λόγω μη οξυγονώσεως του εγκεφάλου.

Η πνιχτή καταγράφεται στην βιβλιογραφία από τον 17ο αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκε σαν θεραπεία για την στυτική δυσλειτουργία. Η αυτοερεθιζόμενοι της εποχής εμπνεύστηκαν παρακολουθώντας δημόσιους απαγχονισμούς, όπου διαπίστωναν ότι πολλοί κρεμασμένοι έφεραν στύση η οποία συχνά παρέμενε και μετά θάνατον.

Φυσικά η πνιχτή αποτελεί μέγιστη μαλακία, δεδομένου ότι πολλοί αφήνουν έτσι άδοξα την τελευταία τους πνοή. Γνωστά θύματα πνιχτής υπήρξαν ο συνθέτης Frantisek Kotzwara (1791), ο ηθοποιός Albert Dekker (1968), ο ζωγράφος κόμικς και πρωτοπόρος του graffiti Vaughn Bodé (1975), ο Άγγλος συντηρητικός βουλευτής Stephen Milligan (1994), o τραγουδιστής των INXS Michael Hutchence (1997), ο πρωταγωνιστής του τηλεοπτικού Kung Fu και του Kill Bill, ηθοποιός David Carradine (2009), o μόδιστρος Alexander Mc Queen (2010), o ηθοποιός Αndrew Koening (2010), κ.α. Στα θύματα φυσικά συγκαταλέγονται και γυναίκες.

Σε περίπτωση που είστε γονέας, συγγενής ή φίλος θύματος πνιχτής, μπορείτε να απευθυνθείτε για στήριξη εδώ.

Παιδιά, don’t try this at home!

Λάουρα: Τι πίκρα οι άνδρες παιδάκι μου, τους τα δίνω όλα, πνίγω το κουνέλι και την επομένη μου λένε να πάω να πνιγώ κι αλλάζουν πεζοδρόμιο.

Λίλιαν: Καιρός να πνίξεις – συγγνώμη – να κάνεις κάτι για τον εαυτό σου. Να’ σπώ στ’ αυτί: ...ψουψουψου...μια ωραία πνιχτή... μουμουμου....σκοινί και σαπούνι .... ψουψουψου.

Λάουρα: Ουαααου, φιλενάδα μ’ έφτιαξες!

Τ' όνομά του είναι η αιτία Διδυμότειχο μπλουζ
Τρύπα στη γεωγραφία Διδυμότειχο μπλουζ
αδειανή φωτογραφία, του παράλογου η θητεία
απαγχονισμένη μαλακία
Διδυμότειχο μπλουζ

(οriginal στίχοι πριν πέσει η μαχαιρίτσα της λογοκρισίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλικής προελεύσεως (subito) και σημαίνει ξαφνικός, που δεν τον περιμένεις.

Ο σούμπιντος συνήθως εμφανίζεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή. *Πας να λουφάρεις για να γλυτώσεις το καθάρισμα της αποθήκης στο γραφείο και τσουπ! σούμπιντος ο διευθυντής βρίσκεται μπροστά σου! *Έχεις ψαρέψει μια χαζογκόμενα και την πας για ποτό και ό,τι άλλο προκύψει, πίνεις το ποτό σου και τσουπ! εμφανίζεται σούμπιντος ο δικός της, τον οποίο έχει ξεχάσει ν' αναφέρει σε σένα! *Πυροβολάς ελεύθερα γιατί ξέρεις ότι η γκόμενά σου παίρνει αντισυλληπτικά και, πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα, σούμπιντη η δικιά σου πετάγεται και σε βάζει να τρέξεις να βρεις φαρμακείο γιατί σήμερα το ξέχασε!

Πήγα να την κάνω κοπάνα από την ώρα της ιστορίας και την στιγμή που βρισκόμουν στην πόρτα εμφανίστηκε σούμπιντη η φιλόλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαόλου κάλτσα αποκαλείται το sock puppet, η ψεύτικη δηλαδή persona που δημιουργεί εν είδει μαριονέτας κάποιος εγγαστρίμυθος σπαστήρας ή τρολεατζής με σκοπό την μπαγαποντοδοσία, την πανοποντοδοσία ή την εν γένει χειραγώγηση μιας διαδιχτυακής κοινότητας.

«Διαόλο-καλτσισμός ορίζεται ως η δημιουργία πλαστής online ταυτότητας για την απονομή σπεκ, την υπεράσπιση, η την δημιουργία ψευδαίσθησης υποστήριξης κάποιου, των συμμάχων αυτού, ή της εταιρίας του...» (New York Times)

«...υποψην εινε ακομα 13 μαθητες μου που θα χρησημοποιησουν τον υπολογιστη μου και μαλον 5 αστερα θα βαλουν 9 απο αυτους με εχουν αστροδοσει
να εινε καλα τα παιδια ...οι μαθητες μου ειδαν αυτα που γραφοντε εδω και αποφασησαν να με πριμοδοτησουν...» (Εκμυστηρεύσεις μιάς διαόλου κάλτσας από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον ότι το παρατράβηξε, ότι έγινε κουραστικός, ή καλύτερα, ότι κάνει υπερβολές.

- Κωστάκη σκάψε εδώ μια γούρνα για τον ασβέστη. - Μάλιστα αφεντικό! Μετα από 2 ώρες...
-Τελείωσα μάστορα! -Τι κάνεις ρε Κωστάκη, είπαν τη γριά να χέσει και αυτή ξεκωλώθηκε, μια γούρνα σου είπα να φτιάξεις, όχι τούνελ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι ο ανθέλληνας, αλλά ο Έλληνας που είναι ενάντια στους Ελληνάρες.

Επειδή είναι ο ίδιος Έλληνας, τα βλέπει όλα άσπρο - μαύρο με δραματικό τρόπο και χωρίς πολύπλευρη κρίση.

Δηλαδή, όλα τα ελληνικά είναι χάλια κι όλα τα ξένα καλά. Δηλαδή, Νίκος Δήμου.

-Μ' αρέσει η διαύγεια της κριτικής του σκέψης.
-Παπαριές μανίτσα μου! Ανθελληνάρας είναι!

Η μαλακία του να είσαι Ανθελληνάρας!... (από Lafkadio, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτσάτο και άτιμο σημερινό κοινωνικό φαινόμενο, πολύ ελληνικό, το οποίο παρατηρείται α. σε μεγάλη κλίμακα (πχ. τηλεθεατές) και β. σε μικρότερη (πχ. μια παρέα), απ' όπου και πηγάζει. Το συνονθύλευμα αυτό κρίνει και επικρίνει και κατακρίνει με αιμοβόρα, κανιβαλική και δρακουλιάρικη διάθεση τους πάντες και τα πάντα, αρκεί να έχει παρουσιαστεί στην συμπεριφορά του κρινόμενου το παραμικρό ατόπημα, λες κι οι κρίνοντες ήταν και είναι άμεμπτοι.

Η πάγια τακτική είναι: πρώτα το παίζουμε κολλητοί στο υποψήφιο θύμα ώστε να μας ανοιχτεί. Κατόπιν εξετάζουμε ποιο από τα κρίματά του είναι άξιο λόγου. Αν βρεθεί κάτι καλό, το βγάζουμε στη φόρα και τον κάνουμπε ρομπίδια, ρίχνουμε και λάσπη αν χρειαστεί (που πάντοτε χρειάζεται), το παίζουμε ειλικρίνεια, τιμιότητα και αυτογνωσία και έτσι, τέλος, είμαστε καλυμμένοι προτού αυτός τολμήσει, για αντεπίθεση, να ξεσκεπάσει τις δικές μας μπόχες.

Στη λογική του λαϊκού δικαστηρίου ακουμπάνε τα τηλεπαράθυρα, οι δημοσιοκάφροι, οι τηλεκανίβαλοι και τα λοιπά αποβράσματα των ΜΜΕ που μεγαλουργούν με στόχο την τηλεθέαση. Τα παράθυρα εξάλλου δεν είναι παρά κατάλοιπα του παράθυρου της γειτονιάς ή του χωριού όπου οι κυρα-περμαθούλες έβγαιναν να σχολιάσουν το κάθε τι.

- Πολύ σε πάω που τους έκλασες όλους αυτούς και δεν τους έχεις πια ανάγκη...
- Δεν άντεχα άλλο, δεν ήταν παρέα αυτή, ήταν λαϊκό δικαστήριο. Ό,τι και νά 'κανες ή νά 'λεγες κάτι είχαν να σου πουν και να σε στήσουν στον τοίχο. Άσε που τον τελευταίο καιρό την είχαν δει όλοι Γιαλόμες.

Ο Εισαγγελάτος του Λαϊκού Δικαστηρίου... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αχρείος, κακοήθης παλιάνθρωπος.

«Τομάρι» βγαίνει από το «τόμος»-«τομάριον», το οποίο απ' το «τέμνω», οπότε σημαίνει το δέρμα που έχει κοπεί και κατεργαστεί με ορισμένο τρόπο. Κι έτσι κατέληξε να σημαίνει τον παλιάνθρωπο, γιατί τομάρι είναι κάποιος που δεν είναι παρά δέρμα και τίποτα άλλο.

Επίσης, «φιλοτομαρισμός» είναι να θέλεις να σώσεις το δέρμα σου με κάθε κόστος. Ομοίως χρησιμοποιούμε το «σαρκίο» αντί ανθρώπου υποτιμητικά και το «τρύπα» αντί της γυναίκας.

Ευχαριστίες στον Πάνο2 για λήμμα.

Πέρι: Μην τον κάνεις παρέα αυτόν, είναι παλιοτόμαρο.
Βάγγελας: Τέτοιοι, ναι τέτοιοι μ' αρέσουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified