Το λουμπάγκο που παθαίνουν δουλόφρονες οσφυοκάμπτες από τις πολλές υποκλίσεις.
Μια στον Πούτιν, μια στον Ερντογάν, έχουν πάθει δουλουμπάγκο οι πολιτικοί μας.
Το λουμπάγκο που παθαίνουν δουλόφρονες οσφυοκάμπτες από τις πολλές υποκλίσεις.
Μια στον Πούτιν, μια στον Ερντογάν, έχουν πάθει δουλουμπάγκο οι πολιτικοί μας.
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι ή λεσβία που δεν έχει βγει από τη ντουλάπα, δεν έχει κάνει άουτινγκ και παραμένει κρυφός/ή, δηλαδή μη ορατός δημοσίως ως γκέι ή λεσβία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ναφθαλίνη, για να μην τον/ην φάει ο σκόρος.
Έκανε ένα ατελές άουτινγκ και τώρα πάλι ναφθαλίνη.
Got a better definition? Add it!
Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) + -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.
Ώπα, καρκαλέτσι!
Got a better definition? Add it!
Μειωτική μεταφορά στα ελληνικά του αμερικανικού όρου woke.
Δε γίνεται να δεσπόζει στη πόλη της Αθήνας ένα κατασκεύασμα αλλόθρησκων και να ποτίζει το ποίμνιο ξυπνητίλα.. ως πότε πια! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.
Got a better definition? Add it!