Further tags

Έκφραση απορίας για κάποιο γεγονός ή περιγραφή γεγονότος. Η πλήρης έκφραση συμπληρώνεται από το «και πούτσο μη γυρεύεις», περιπλέκοντας τα πράγματα αισθητά, αφού η ρήση με την απουσία του δεύτερου στίχου δημιουργεί εύλογους συνειρμούς για το ποιος ακριβώς είναι ο εν θέματι τόπος. Τα μονογαμικά στοιχεία εκτιμούν ότι ο τόπος είναι όντως αυτός που φανταζόμαστε όλοι (κάποιο ανδρικό γεννητικό όργανο) και όχι άλλο / ξένο προς το επίσημο. Μπερδεμένα πράγματα.

Συνώνυμο του «μνήσθητι μου Κύριε» και του «τι λε ρε πούστη μου».

- Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι βγαίνοντας από το σπίτι έσβησα όλα τα φώτα. Θυμάμαι την κίνηση ρε παιδί μου, το κλικ στον διακόπτη. Ε, όταν ήρθα ήταν όλα αναμμένα. Άντε πες μου εσύ τώρα.
- Έλα μουνί στον τόπο σου...
- ...και πούτσο μη γυρεύεις. Αυτό λέω κι εγώ.

Ασχετο. Η Άννα Βίσση υπογράφει αυτόγραφα σε φαν της, στο αεροδρόμιο επιστρέφοντας από Αμερική... (από BuBis, 04/06/09)(από perkins, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική έκφραση της συμπρωτεύουσας την οποία έφερε στο προσκήνιο η δημοφιλής εκπομπή του Λαζόπουλου «10 μικροί Μήτσοι» και συγκεκριμένα το σκετσάκι με τον Λαζόπουλο και τον Σταρόβα, λες και δεν έφθανε ένα εκατομμύριο Θεσσσαλονικείς που τη λένε ακατάπαυστα. Τέλος πάντων, μεγάλο εργαλείο η τηλεόραση.

Έχει διπλή σημασία: αφενός αποτελεί τη μονολεκτική περιγραφή του τι σημαίνει να είναι κάποιος Θεσσαλονικιός (σ.σ. τρίωρος φράπες στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα και μια γενικότερη αντίληψη περί χρόνου η οποία δεν συμφωνεί με την κρατούσα) και αφετέρου σηματοδοτεί την καταφατική αποδοχή και μάλιστα προσδίδοντας έμφαση σε κάτι που λέγεται από τον συνομιλητή (βλ. σχετικά παραδείγματα).

Προφέρεται αποκλειστικά με παχύ λάμδα, αλλιώς ασ' το καλύτερα.

  1. Αθηναιος: - Ρε βιαζόμαστε σου λέω, δεν καταλαβαίνεις; Μας περιμένουν οι άλλοι στο Μπελ Αιρ από τις 9 και είναι 10 και τέταρτο. Έλεος. Μέχρι να πάμε και να βρούμε να παρκάρουμε θα πάει 11. Άντε. Άντε λέμε. Γαμώ την καταδίκη μου μέσα.
    Θεσσαλονικιός: - Χαλαρά ρε φιλαράκι, κούλαρε λίγο.

  2. - Έτσι όπως πάει η ομάδα, μας βλέπω να τρώμε 3 μπαλάκια την Κυριακή, να τα 'χουμε να πορευόμαστε. - Ω, χαλαρά.

(από Hank, 15/06/09)(από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως περιγράφει καταστάσεις όπου το υποκείμενο χωρίς ιδιαίτερο κόπο, χρόνο, χρήμα και εν γένει επένδυση πόρων έχει πολύ θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας τον εκάστοτε περιγράφοντα να τον εντάξει στην κατηγορία των «αεριτζήδων», εξού και το πρώτο συνθετικό. Το δεύτερο, αν μη τι άλλο, κάνει καλή ομοιοκαταληξία.

- Ο Κοσμάς έχει στήσει μια φάμπρικα στο ιντερνέτ, ούτε ξέρω κι εγώ πώς και τι, αλλά έχει χεστεί στο τάλιρο. Κάτι μπλογκ, μογκ, πώς τα λένε αυτά τα πράγματα και βγάζει λέει λεφτά από κάτι μπανεράκια.
- Αέρα πατέρα λεφτά δηλαδή.
- Ε τι λέμε τόση ώρα;

Ο Ξεροπούπουλος ο Αναγεννησιακός (από Jonas, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της οποίας η προέλευση χάνεται στα βάθη του χρόνου και στη δημοτική μουσική παράδοση της πατρίδας μας.

Χρησιμοποιείται παράλληλα με κυκλική κίνηση του καρπού και υποδηλώνει την πεποίθηση του εκφέροντος ότι αυτό που μόλις άκουσε είναι από άσχετο και μπερδεμένο μέχρι εντελώς αλλού.

Σχετίζεται προφανώς με την έκφραση «τρία πουλάκια κάθονταν» που σημαίνει το ίδιο πράγμα, γεγονός που ίσως ευθύνεται για τη λανθασμένη χρήση του κάθονταν έναντι του ορθού καθόταν.

Ακολουθείται ενίοτε από δεύτερο στίχο που ποικίλει από «και έπλεκε πουλόβερ» μέχρι «στην άκρη στο ποτάμι» και όλα τα ενδιάμεσα.

  1. - Η Μερόπη ήταν. Όχι, η Καλλιόπη. Μήπως ήταν η Μερόπη; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο.
    - Καλά, του Κίτσου η μάνα κάθονταν... Άσ' το ρε παιδάκι μου.

  2. - Και μου κάνει «τι» και της κάνω «τι τι». Και μου ξανακάνει «τι». Όχι, μάλλον εγώ της κάνω «τι» κι εκείνη μετά... για κάτσε να θυμηθώ...
    - Του Κίτσου η μάνα κάθονταν και έπλεκε πουλόβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακαλετό γαμήσι. Όταν ο άντρας έχει κατεβασμένα τα βρακιά του μέχρι τον αστράγαλο (δεν έχει προλάβει να γδυθεί τελείως ακόμα), τού φεύγει όμως η γκόμενα και αυτός τρέχει ξοπίσω της σέρνοντας τα πόδια του γιατί δεν μπορεί να ανοίξει βήμα (άρα μοιάζει με πιγκουίνο). Λίγο κρύο να λέμε την αλήθεια, αλλά εξαρτάται για ποιον το λες και τότε μπορεί να έχει πλάκα. Από ένα παμπάλαιο ανέκδοτο με μια πουτάνα και τον πελάτη της.

- Τον είχε στο πιγκουινάτο για κάνα μισάωρο.
- Και αυτή τι έκανε;
- Μμμ, δεν ξέρω...
- Και συ πού το έμαθες ρε μαλάκα;
- Μου το είπε η ίδια.
- Και ό,τι σου λένε εσύ το πιστεύεις έ;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έφαγα χυλόπιτα (πιο κλασσικό) ή μου ήρθε κάτι στη μούρη, τάλιρο κτλ.

Μαν, πήγα στην Σία και μου έριξε αφίσα η γκόμενα... Δεν το πίστευα, είναι που τελευταία την βγάζω ζεβουαζιόν μάλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού μέσα;

Κατά τ'άλλα, κοινή έκφραση δηλωτική απογοητεύσεως, αποτυχίας, βαρεμάρας κλπ, δηλαδή χέστα κι' άστα, άστα και βράστα, μη την ψάχνεις, μπλέξαμε και γενικώς την κάτσαμετη βάρκα.

Είναι το πρώτο συστατικό των πολύ παραστατικών εκφράσεων «χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι» και «χέσε μέσα Αποστόλη που δεν πήραμε την Πόλη», που αφήνουν να εννοηθεί ότι η αποτυχία κάπου ήταν προδιαγεγραμμένη και ίσως και ότι κάπου κι εμείς βάλαμε το ρημάδι το χεράκι μας. Εικάζεται - και, ασφαλώς, ελέγχεται - ότι αυτές οι δυο εκφράσεις χρονολογούνται από την Μικρασιατική Καταστροφή.

- Και πάω για το διαβατήριο το καινούργιο με το τσιπάκι και στήνομαι πέντε ωρίτσες και έρχεται κάποτε η σειρά μου και μου λέει αυτή η ενημερότητα είναι παλιά και οι φωτογραφίες έχουν σκιές ... και σιγά καν να μην τα προλάβω όλα απ'την αρχή σε δυο μέρες που φεύγουμε ... χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι, για να μη στα πολυλογώ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσποιούμαι ότι μου περνά απαρατήρητο, δεν άκουσα, δεν είδα κάτι, κάποιον ή μια κατάσταση.

Ναι ρε φίλε, σου λέω με κοιτούσε όλη την ώρα σαν κάτι να ήθελε να μου πει, αλλά εγώ έκανα τον Κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified