Η συγκέντρωση πολλών άσχημων γυναικών (μπάζων) στο ίδιο σημείο. Είναι το ακριβώς αντίθετο του μουνοθύελλα.
Η συγκέντρωση πολλών άσχημων γυναικών (μπάζων) στο ίδιο σημείο. Είναι το ακριβώς αντίθετο του μουνοθύελλα.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοθύελλα, μπαζοκαταιγίδα, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο «δανεισμός» τριχών από την μία πλευρά της κεφαλής προς την απέναντι, προς κάλυψη καράφλας.
Το πλαγιοδάνειο συνήθως είναι εμφανές αν παρατηρήσεις καλά, αλλά εκεί που ξεφτιλίζεται τελείως ο χρήστης τους είναι στην περίπτωση που φυσήξει αέρας.
- Μαλάκα πέθανα στα γέλια στο ταξί χθες!
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και στην εθνική ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ανέμιζε το πλαγιοδάνειο!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται όταν επί χρήμασι κορασίδες παρατάσσονται με ελλιπή ενδυμασία προκειμένου να τις δει ο πελάτης και αργά ή γρήγορα να επιλέξει.
Μπορεί να συμβεί λ.χ. σε πιάτσες, στο εξωτερικό και σε πραγματικές βιτρίνες (!), σε καναπέδες στριπτιτζάδικου νωρίς, αλλά πλέον κυρίως στο Ίντερνετ. Έχω την εντύπωση ότι η (μη βίρτουαλ) κρεαταγορά αυτή συμβαίνει πολύ λιγότερο στην Ελλάδα σε σύγκριση με το εξωτερικό.
- Χτες πήγα νωρίς στο Μπέιμπι Ωχ και πρόλαβα και την κρεαταγορά πριν βγουν στην γύρα για πουτό-χουρό.
Got a better definition? Add it!
Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.
Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.
Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.
- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;
Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.
(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)
βλ. και όπου φυσάει
Got a better definition? Add it!
Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.
Αγγλιστί: flaccid.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.
Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Λέγεται ο άνδρας που διατηρεί ενεργές σεξουαλικές σχέσεις με οποιαδήποτε φακλάνα.
Λόγω της δυσκολίας χειρισμού και ανύψωσης μιας τέτοιας γυναίκας σε διάφορες σεξουαλικές στάσεις, ο χαρακτηρισμός του άνδρα αυτού, αντικατοπτρίζει ότι ο ίδιος και το παλαμάρι τού λειτουργεί ως γρύλος.
-Αχ Τάσο μου αρέσεις. Μα μην φεύγεις,που πάς; Γύρνα πίσω!!!!
-Τι λες μωρή φακλάνα δεν σου κάθομαι ούτε με σφαίρες άμε να βρεις κάνα γρύλο.
Δες και φαλαινοθηρικό.
Got a better definition? Add it!
Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!
- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!
- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...
Got a better definition? Add it!
Σπας ψύλλο πάνω του: Περιγράφει όμορφες και καμαρωτές καταστάσεις δερματικής σφριγηλότητας και φρεσκαδούρας. Το μάγουλο (/ κούτελο / πρόσωπο / δέρμα γενικώς) είναι τόσο τσίτα χωρίς την παραμικρή υπόνοια χαλάρωσης ή ρυτίδας.
Σπάσιμο ψύλλου δεν έχω δει πρωτογενώς, έχω δει όμως σπάσιμο ψείρας, νταξ, τα ίδια σκατά (τι να γίνεται εκείνη η μελαχρινή Ελενίτσα με τις κοτσίδες του νηπιαγωγείου...), όπου το μαμούνι παγιδεύεται μεταξύ νυχιού και κοκκάλινης επιφάνειας χτενακιού και ζουπιέται μέχρι να κάνει κλατς (που θα πει τα ζωτικά υγρά εκσφενδονίστηκαν και το θύμα τα τίναξε τα πέταλα). Σύμφωνα με τη Βίκυ δύσκολα σκάνε αυτά τα παράσιτα του ελέους, που πα να πει δηλαδή φαντάσου πόσο τεντωμένο είναι το μάγουλο που καταφέρνει να τα σκάσει. Ντόινγκ, ντόινγκ.
Φεύγοντας σε άλλη σφαίρα, ψύλλο μπορείς να σπάσεις σε βυζί, κωλαράκι ή οτιδήποτε μπορεί να είναι πρήσκαλο σφριγηλότητας.
Οι αγαπούντες τα πετς και συγκατοικούντες μαζί τους ίσως μπορούν να διαφωτίσουν περισσότερο πώς σπάνε οι ψύλλοι.
Εδώ θαυμάζουμε τη μωρουδιακή φωτογραφία του Κώστα: Ο/Η Sylvietsak, την 13 Νοέμβριος 2008, είπε: Τέτοια μαγουλάκια!!!Είμαι πολύ περίεργη να δω πως έχουν γίνει τώρα!!! [...]
Ο/Η Κώστας Ανδρεόπουλος, την 13 Νοέμβριος 2008, είπε: Μετά το ξύρισμα «σπας ψύλλο» πάνω τους, κατά πως λένε και στο χωριό μου!
-Μωρή από πότε κοιμάσαι; Σα φράπα είναι η μούρη σου, ζηλεύω! Κοίτα κούτελο, σπας ψύλλο πάνω του.
Got a better definition? Add it!
Συμπληρωματικός ορισμός στα ήδη υπάρχοντα μαϊμού, τσούλα, εγρήγορση, φιτιλιά, ψαροκόκκαλο (σπεκ στους προλαλήσαντες).
Τσίτα (επίρ.): Τεταμένα, τανυσμένα, εντελώς τεντωμένα, όπως το δέρμα του τύμπανου, σπας ψύλλο πάνω του, τέζα, που αν χτυπήσει κάτι πάνω αναπηδάει ντόινγκ ντόινγκ τραμπολίνο σε φάση. Τσίτα η μούρη, φρεσκαδούρα, άμα τη φτύσεις μην τη ματιάσεις σου ξαναγυρνάει η ροχάλα αναπηδώντας. (παραδείγματα 1-3)
Παίζει και σε πολύ στενό το οποίο λόγω του ότι έρχεται ίσα ίσα, έχει τεντώσει σε όρια αντοχής, τσίτα το φουστάνι, τσίτα το παντελόνι, τσίτα το μπλουζάκι, τσίτα το σεντόνι κλπ. (παραδείγματα 4-5)
Τσίτα τα νεύρα, νεύρα τεντωμένα, ένταση, ντοινγκ ντόινγκ σαν χορδές κιθάρας. Μια τσίτα στην ατμόσφαιρα, μια ένταση ένα πράμα, ένα ζόρι. (παράδειγμα 6).
Μποντιμπίλντινγκ προβλήματα κυριών:
-[...]Αυτό με το φως στα δοκιμαστήρια το είχες εσυ;
-[...]με τα δοκιμαστηρια ναι το ειχα κι εγω αλλα με ειχαν ενημερωση κατι φιλες μου απο πριν ...ειναι γιατι τα φωτα ειναι απο πανω και ειναι πολυ στενος ο χωρος .....[...]
-Στο ΖΑΡΑ οι καθρέφτες είναι ΤΕΛΕΙΟΙ!!!Δείχνουν πολύ τσίτα δέρμα! Στο Stradivarius όμως, έπαθα ανακοπή![...]
-Μόνο εμένα μου φαίνεται τρομερά αστείο αυτό με τα δοκιμαστήρια; [...] (σ.ς. είναι)
-ευτυχως γιατι και εγω υπο το φως των δοκιμαστηριων ειμαι... zara... κυριολεκτικα!!!!!!
Παιχνίδια: Ξέρω φίλη που “παίζει” με 50-60 “φίλους” στο facebook και τσεκάρει κάθε κίνηση των μισών εξ’ αυτών και του “επίσημου” φίλου της! Παίζει προσπαθώντας να επιβεβαιωθεί σαν γυναίκα. Αρνείται να αποδεχτεί ότι στα 46 της δεν γίνεται να έχει τσίτα το δέρμα και τα μεμέ να στέκουν περήφανα στα ύψη. 2-3 διαφορετικά προφίλ και χάνει την ζωή της μέσα σε εικονικές πραγματικότητες.
Εδώ δικό μας: Τι μαζόχα κι αυτός ο Μιχάλης! Δεν μπορεί να ξαπλώσει, λέει, στο κρεβάτι του, αν δεν είναι τσίτα όλα τα σεντόνια και κάθε βράδυ, ό,τι ώρα και να πέσει για ύπνο, το ξεστρώνει και το ξαναστρώνει από την αρχή!
Γιουβαρλάκια: Καλά, δεν τη λες και ugly - με την καμία! Λίγη έξτρα περιφέρεια έχει το κοριτσάκι, απλά το τσίτα φόρεμα δεν κολακεύει σε τέτοιες περιπτώσεις (εκ πείρας σου μιλάω!!)
Ένταση: Τσίτα τα νεύρα! [...] Ο πρόεδρος του Ολυμπιακού Βόλου ξέσπασε κατά των παρισταμένων, φωνάζοντας: «Μ... γ..., πατσαβούρια δεν σέβεστε τίποτα, δεν σέβεστε οικογένειες. Τι κοιτάτε ρε… », ενώ το «αφεντικό» της Ηλιούπολης ήταν πιο… ήπιος, απευθυνόμενος σε έναν κάμεραμαν: «Τι τραβάς ρε κοπρόσκυλο, γ... το σπίτι σου».
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από τα Μ.Κ.Ο., τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» ή, όπως εναλλακτικά καταγράφει ο Κχαν, «Μπίζνες Καλά Οργανωμένες».
Ως νεόκοπη σλανγκιά, χρησιμοποιείται σαν κοσμητικό επίθετο συγκεκριμένης συνομοταξίας ταξιδιάρικων ψυχών, παροικούντων σε χρυσελεφάντινους πύργους συμβούλων του Γ.Α.Π., χλιδάνεργων αριστεριτζήδων, φλεγόμενων πασοκόμουνων, κ.ά. μικυμάου.
- Η Λάουρα κι ο Πέρι πήγαν στην Ακτή Ελεφαντοστού για να υποστηρίξουν την προσπάθεια αποναρκοθέτησης.
- Μας προέκυψαν πιο μηκυό κι απ' την Μπιρμπίλη!
- Μπα, μάλλον ψάχνουν για μπιρμπίλι...
- Με τον ανασχηματισμό αυτό, απομακρύνθηκαν τα πιο μηκυό μέλη της κυβέρνησης...
(Άρης Πορτοσάλτε, Σκάι, από μνήμης)
Got a better definition? Add it!