Further tags

Εκ.μετάλλευση Πα.τρικής Πε.ριουσίας, hobby στο οποίο επιδίδονται αρσενικά κυρίως άτομα, ηλικίας μεταξύ 17-25, κατά το οποίο ρεμπελιάζουν, κωλοβαράνε ολημερίς, λιώνουν σε MMORPG και άλλα τέτοια ωραία, χωρίς καμία πρόθεση να πιάσουν δουλειά, να πηγαίνουν σε κάποια σχολή ή εάν πηγαίνουν είναι αιώνιοι φοιτητές. Συχνά χρησιμοποιείται σαν αστείο από «wanna be» φοιτητές.

- Μπράβο, Μιχαλάκη. Και σε ποια σχολή πέρασες;
- Ανώτατη Εκ.Πα.Πε. θείο...

βλ. και Σ.ΚΑ.ΠΑ.Π., Σπα.Πα.Πε., Σ.Π.Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω. Παίρνω δρόμο. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προστακτική για να υποδηλώσει ενόχληση. Συνώνυμο : ξεκαλουπώνω, ίδιας ερμηνείας και χρήσης.

- Μου τη λες τώρα δηλαδή;
- Έλα ρε φίλε, ξεμπάζωνε λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω. Παίρνω δρόμο. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προστακτική για να υποδηλώσει ενόχληση.
Συνώνυμο : ξεμπαζώνω, ίδιας ερμηνείας και χρήσης.

-Μου τη λες τώρα δηλαδή;
-Έλα ρε φίλε, ξεκαλούπωνε λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.

-Ε, πού πας ρεεε, θα μας σκοτώσεις; Κόκκινο είναι! Αφαναροψία έχεις;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε καλύτεροι φίλοι.

- Ημιαλεξιβράχηκα στον δεξί ώμο, αλλά αυτός ο τύπος φάνηκε καλό παιδί...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι όταν περνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε στη θέση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί.

Ε πήγαμε στις θέσεις μας με ματισκύψιμο, αλλά όλο το σινεμά άρχισε να φωνάζει...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.

Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας ελαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι παρούσα η καθαρίστρια.

- Σφουγγαροπερπατούσε ο βλάκας! Και γέλαγε μέχρι και η καθαρίστρια!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθομαι αμέριμνα και απερίσκεπτα σε πλαστικό κάθισμα αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο στις 3 η ώρα το μεσημέρι σε παραλία χωρίς σκιά.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο που ήταν τρεις ώρες στον ήλιο η δικιά σου και κάθεται χαμογελαστή και τσουρουφλάθεται! Και φόραγε και μίνι!!!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν από τη λαιμαργία μου προσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει και το βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κρατάω το στόμα μου ανοιχτό και να φυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουργήσω ρεύματα αέρος που θα ψύξουν την άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναρθρους ήχους, οι πιο ηλίθιοι δε, κουνούν την παλάμη τους μπροστά απ' το στόμα, λες κι αυτό βοηθάει.

Μέσα απ'το τηγάνι ρε τά'τρωγε ο λαίμαργος. Άρχισε να φυσοτρώει μέχρι που αηδιάσαμε και φύγαμε...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified