Further tags

Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.)

Σαράντα άτομα στην ουρά... Μ'έπιασε πάλι μια ουραλπισία....

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να προσεγγίσω κάποιον που με ενδιαφέρει ερωτικά σε πάρτυ ή άλλη κοινωνική περίσταση χωρίς όμως να αποκαλύψω το ενδιαφέρον μου και γίνω ρεζίλι σε περίπτωση που το ενδιαφέρον δεν είναι αμοιβαίο.

Η Λένα υπουλέγγιζε τον Τάσο όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τόσο προσεκτικά που εκείνος δεν πήρε χαμπάρι κι έτσι τον κέρδισε μια ξέκωλη που του τά'ριξε χύμα.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρώμα ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού του καφέ. Παροδόξως, ενώ είναι εμφανές με γυμνό μάτι και μάλιστα από απόσταση, οι υπεύθυνοι παρασκευής του ροφήματος αγνοούν παντελώς την ύπαρξή του. Ιδιαίτερα ενοχλητικό σε κρύους καφέδες όπου χρημοποιείται καλαμάκι, καθότι ο καφές είναι «γαλακτομπούρεκο» στο κάτω μισό του ποτηριού και «του μακαρίτη» (ή «της παρηγοριάς» αν προτιμάτε) στο άνω μισό.

Όπως διάβαζα την εφημερίδα, πάω να πιω μια γουλιά απ'τον καφέ που μού'φεραν και τραβάω όλο το καφεμέζι. Αναγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων. Κοινωνικός σχολιασμός σε ευρύτερη έννοια. Εκδηλώνεται συνήθως σε παρέα δύο ή περισσοτέρων γυναικών. Είναι το εθνικό σπορ των τηλεοπτικών εκπομπών μεσημεριανής ζώνης.

Κόψε το κατινάζ ρε Στέλλα! Μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμηχανία, το black out μυαλού και γλώσσας σε καταστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται και εμπεριέχουν και στοιχεία ντροπής. Από το κομπλάρω που βασίζεται στο complex.

- Και μόλις άκουσε από τη γκόμενα το «άει πνίξου ρε μάπα», πάγωσε ο μικρός. Κόμπλα μιλάμε, ούτε κουβέντα ούτε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποστήριξη σε κάποιον για συγκεκριμένο θέμα, συνήθως αθόρυβα αλλά με ικανά αποτελέσματα.
Εκ του λατινογενούς «advantage».

- Τελικά την έριξες τη Μαρία ρε;
- Μπααα. Αφού ρε ο κολλητός της, έκανε αβάντα στον Χρήστο. Οπότε την έφαγε ο Χρήστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αποχαύνωσης και ηρεμίας (από τα γνωστά ηρεμιστικά χάπια). Γενικότερα η απόλυτη βαρεμάρα και η σήψη.

- Πάλι ρε ξάπλα είσαι;
- Αρντάν σ' λέω...

(από jesus, 24/11/08)Αρνταν-Αρνταν (πως λέμε Μπούτρος-Μπούτρος;) (από Vrastaman, 24/11/08)γκάλη (από jesus, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».

Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.

Μετά τη μάσα πήγε για τούφες. (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαυμάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη επισυνάπτοντας και την ενθαρρυντική ατάκα: «Φτου σου! Είσαι Θεός / Θεά!».

- Έβλεπα το κουστούμι, τη γραβάτα και καθρεφτυνόμουν. Κούκλος ρε ήμουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυστική συμφωνία των φίλων σου να σου τα πρήξουν για κάποιο θέμα στο οποίο διαφωνούν κάθετα μαζί σου.
Συνώνυμο : σύμπρηξη

- ΟK ρε παιδιά, σταματήστε την κοινοπρηξία... Θα την παρατήσω τη γκόμενα αφού δε σας κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified