Further tags

Η σφαλιάρα, το χτύπημα στο πρόσωπο.

Τα έμαθες, τσακώθηκε ο Γιώργος με τον Κώστα για την ίδια κοπέλα, και όχι μόνο αυτό, ο Γιώργος βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε στις μάπες τον Κώστα όταν αυτός τον έβρισε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, όπως αν πέσεις σε κινούμενη άμμο και δεν μπορείς να κουνηθείς, καθότι παγιδεύεσαι. Το ίδιο συμβαινει και με αυτό το ρήμα που δείχνει την δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει κάποιος, το αδιέξοδο..

Μου έχει αναθέσει ο καθηγητής μια σημαντική εργασία που θα κρίνει τον βαθμό του πτυχίου μου, και εδω και 2 εβδομάδες, έχω βαλτώσει. Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι καλό, δεν έχω γράψει ούτε μια σελίδα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η δυσκολία, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με πολύ κόπο και κούραση (ψυχική η σωματική).

Παραιτήθηκαν από το τμήμα 2 από τα 3 άτομα που εργάζονταν και τώρα όλο το αγγούρι θα το φάει ο καινούργιος που δεν έχει και την εμπειρία των άλλων 2.

Got a better definition? Add it!

Published

Το χρόνιο πρόβλημα που υπάρχει και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

Η νέα κυβέρνηση έχει κάνει πρόοδο στην εξωτερική πολιτική, αλλα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου πρέπει να απαλλαγεί απο το αγκάθι της διαφθοράς που μαστίζει αρκετά απο τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως γίνεται στην ιεραποστολική στάση με τον άντρα από πάνω και, λίγο πριν μπει ο άντρας, ο γυναικείος κόλπος έχει πάρει αέρα και μόλις τον χώνει ο μίστερ ακούγεται το γνωστό σε πολλούς μουνοκλανίδι.

Φανταστείτε το.

βλ. και μουνοκλάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικό αστείο κατά το οποίο ο αστειάτωρ εναποθέτει την (συνήθως βρώμικη) πατούσα του στο πρόσωπο ανυποψίαστου και συνήθως αφηρημένου θύματος.

- Ποδομουτράκι να κεράσω;
- Άι σιχτίρ ρε μπίχλα... Παρ' την ποδάρα σου από τη μάπα μου...

έλληνας ποδομουτρίζει το μυ της πατούσας με θύμα μυ.   (από xalikoutis, 04/11/08)

Βλ. και ποδομουτροfighting το παραθαλάσσιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρηματική έκφραση που εμφανίζεται πάντα στον αόριστο και θυμίζει κροάτη τερματοφύλακα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως λέξη μπαλαντέρ σε στιγμές αδυναμίας προσδιορισμού της κατάλληλης λέξης. Έχει συνήθως αρνητική σημασία.

  1. Πωωω, μαλάκα, πλετήκωσα... Έφαγα κοντά ένα ταψί...

  2. - Άσε μαλάκα σκατά τά 'κανα, βγήκα με την άλλη και πλετήκωσα...
    - Τι πλετήκωσες ρε χαλβά; Έτσι σου 'πα γω να κάνεις;

Croatian goalkeeper Stipe Pletikosa (από allivegp, 26/06/09)

βλ. και έγκωσα, ερέντηρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρειάζονται 3 άτομα, 2 άντρες και 1 γυναίκα.

Είναι η στάση όπου κατά τη διάρκεια του σεξ η γυναίκα είναι ανάμεσα στους 2 άντρες και την περιποιούνται ταυτόχρονα και οι 2.

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα πολύ έκφυλη! Τελικά το βράδι την πήραμε σάντουιτς και οι 2!

Σύγκρινε με σούβλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στάση στο σεξ, όπου το ζευγάρι κάνει ταυτόχρονα στοματικό σεξ, ξαπλωμένοι αντίθετα.

-Είμαι 2 μήνες μαζί με τη Σοφία και απο σεξ τίποτα! -Άρα είναι περιττό να σε ρωτήσω αν έχετε κάνει εξήντα εννιά, για παράδειγμα.. -Πλάκα κάνεις;

Sit on my face and tell me that you love me! (από Hank, 16/02/09)(από patsis, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published