Further tags

Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.

Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!

%

Σύγκρινε με ντάγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλοίωση αποτελεσμάτων στατιστικής, σφυγμομέτρησης ή εκλογών.

-Δεν μου βγαίνουν τα νούμερα όπως τα περίμενα.
-Κάνε μπαλαμούτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.

- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.

Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετέχει στα εργαστήρια, έκανε μόνο μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω.

- Μόλις με είδε ότι τον μπάνισα από μακρυά, το έβαλε στα πόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.

Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!

(από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοτυχία, δυσάρεστη έκπληξη, κακή έκβαση.
Λέγεται και κλύσμα με τζατζίκι.

-Καλά, φάγαμε ένα κλύσμα χθές, μεγάλη ταλαιπωρία! Είχανε κλείσει οι δρόμοι και κάναμε τρεις ώρες για δέκα χιλιόμετρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οικονομική κατάσταση ασθενούς που επισκέπτεται έναν γιατρό.

Παράφραση του αιματοκρίτη που είναι αιματολογικός δείκτης.

-Θα τον στείλω να χειρουργηθεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Δεν κάνει για το ιδιωτικό, έχει χαμηλό χρηματοκρίτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Συχνές, επίμονες συνουσιάσεις, ιδίως με άμαθες, πρωτάρες ή παρθένες. Στην κυριολεξία το καλαπόδι είναι ένα εργαλείο, στο οποίο τοποθετούν τα στενά παπούτσια για λίγες μέρες με σκοπό να ανοίξουν.

- Καλά ε; Την ξεπάτωσε την γκόμενα. Την έχει βάλει στο καλαπόδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).

- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified