Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.
Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!
%
Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.
Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!
%
Σύγκρινε με ντάγκλα.
Got a better definition? Add it!
Αλλοίωση αποτελεσμάτων στατιστικής, σφυγμομέτρησης ή εκλογών.
-Δεν μου βγαίνουν τα νούμερα όπως τα περίμενα.
-Κάνε μπαλαμούτι!
Got a better definition? Add it!
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετέχει στα εργαστήρια, έκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Βλέπω.
- Μόλις με είδε ότι τον μπάνισα από μακρυά, το έβαλε στα πόδια!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.
Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Κακοτυχία, δυσάρεστη έκπληξη, κακή έκβαση.
Λέγεται και κλύσμα με τζατζίκι.
-Καλά, φάγαμε ένα κλύσμα χθές, μεγάλη ταλαιπωρία! Είχανε κλείσει οι δρόμοι και κάναμε τρεις ώρες για δέκα χιλιόμετρα!
Got a better definition? Add it!
Η οικονομική κατάσταση ασθενούς που επισκέπτεται έναν γιατρό.
Παράφραση του αιματοκρίτη που είναι αιματολογικός δείκτης.
-Θα τον στείλω να χειρουργηθεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Δεν κάνει για το ιδιωτικό, έχει χαμηλό χρηματοκρίτη.
Got a better definition? Add it!
Συχνές, επίμονες συνουσιάσεις, ιδίως με άμαθες, πρωτάρες ή παρθένες. Στην κυριολεξία το καλαπόδι είναι ένα εργαλείο, στο οποίο τοποθετούν τα στενά παπούτσια για λίγες μέρες με σκοπό να ανοίξουν.
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).
- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)
Got a better definition? Add it!