Further tags

Η έκφραση αυτή υποδηλώνει ότι:

  1. λέω ψέματα

  2. κατανοώ ότι ο άλλος λέει ψέματα.

  1. Τους έκοβα παντζάρια για μια ώρα και δεν πήρανε χαμπάρι!!

  2. Πώς την πάτησα έτσι! Να μην καταλάβω ότι τόσο καιρό κόβει παντζάρια!

Βλ. και μούσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν ένα club / cafe / bar είναι γεμάτο με πούτσες (άντρες). Είναι μία εναλλακτική έννοια του αρχιδόκαμπου.

Ρε μαλάκα πάμε να φύγουμε, εδώ μέσα γίνονται κονταρομαχίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πούτσο μου λουλούδια: Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση «στ’ αρχίδια μου», αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».

- Καλά ρε φίλε, χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις στο SLANG.GR;
- Φίλε εγώ γράφω ό,τι γουστάρω και στον πούτσο μου λουλούδια.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι καταθλιπτικό και συνήθως βαρετό που σε φέρνει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.

-Γαμώ τα κομμάτια, ε;
-Καλό ειναι, δεν λέω, αλλα πολύ κοψοφλεβιά ρε παιδί μου... Βάλε να ακούσουμε κάτι πιο χαρούμενο!

Από το κόβω φλέβες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λουκούλλειο γεύμα, η υπερβολική κατανάλωση φαγητού, η κραιπάλη, συνήθως με παρέα.

- Τι κάνατε χτες τελικά;
- Άσε, πήγαμε σε μια χασαποταβέρνα και τα τσακίσαμε όλα, μιλάμε για τρελή μασαμπούκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση έχω κάποιον (στο) σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε: έχω κάποιον κάτω από την εξουσία μου.

Συνώνυμα: (έχω κάποιον) σούζα / προσοχή.

[...] Από την άλλη όμως και οι άντρες τα θέλουν όλα. Και να είναι γκομενάρα-κορμάρα, να ντύνεται σέξυ και να είναι έξυπνη (ενίοτε) για να «σταθεί» στις παρέες τους, να είναι καλή νοικοκυρά (υποκατάστατο της μαμάς), να την έχουν σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, αλλά και να μην τους τα πρήζει. Κάτι άλλο παιδιά;

(από ιστολόγιο)

Δες και κάνω κάποιον γιο-γιο. Παράβαλλε μπουχεσολεβιές, βάζω στο βρακί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διαρροϊκές κενώσεις, γνωστές και ως ευκοίλια.

-Σε πείραξε κι εσένα το φαΐ χτες;
-Γάμησέ τα, με τάραξε στο τσιρλονέρι, στη χέστρα την έβγαλα όλη τη νύχτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθήκη κλοπιμαίων ή ναρκωτικών.

Πλέον η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αντικείμενο/-α τα οποία απέκτησε κάποιος τσάμπα ή με «ύποπτο» τρόπο.

- Γαμάτος αναπτήρας! Πού τον βρήκες ρε λαμόγιο;
- Είναι καβάντζα από ένα ξενοδοχείο όπου έμεινα το καλοκαίρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά (μπινελίκι) το οποίο περιέχει αναφορά στα Θεία.

Ταμπού για κάποιους, αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου για άλλους.

-Έλεος ρε πούστη μου, τι διαιτησία ειναι αυτή γαμώ το Χριστό μου!
-Άραξε ρε φίλε, όχι γαμοσταυρίδια με το παραμικρό!

(από joe909, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified