Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!
Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!
Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!
Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!
Σχετικά: μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Φλερτάρω και περιπτύσσομαι ερωτικά κατ' εξακολούθηση, συνήθως χωρίς σοβαρό σκοπό. Χρησιμοποιείται μειωτικά. Γράφεται και τσιλημπουρδίζω (το β' συνθετικό -μπουρδίζω, δέν σχετίζεται με το μπούρδα, αλλά μάλλον με το πορδίζω).
Got a better definition? Add it!
(ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω
Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω
Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...
- Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.
Got a better definition? Add it!
Πεθαίνω, αχρηστεύομαι (για αντικείμενα).
«Και τώρα σας δίνω ένα νέο το οποίο ίσως γνωρίζετε ήδη, ότι αυτός ο άθεος, αυτό το μεγάλο κάθαρμα ο Βολταίρος, τα τίναξε σαν το σκυλί, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, σαν το ζώο - αυτή είναι η ανταμοιβή του!». (Μότσαρτ, απο το Βήμα)
Από την έκφραση τινάζω τα πέταλα.
Got a better definition? Add it!
Παρακμή, ξεπεσμός, πτώση. Συνήθως στη φράση παίρνω την κάτω βόλτα.
Τώρα τελευταία όμως έχω παρατηρήσει ότι η Γαρμπή έχει πάρει τελείως όμως την κάτω βόλτα και δεν ξέρω γιατί. Τα τελευταία της cd δεν κάνουν τις τρελές πωλήσεις που κάναν κάποτε. (από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε κάτι που τελικά δεν άξιζε τα λεφτά του και μετανιώσαμε για το χρόνο και το χρήμα που του αφιερώσαμε.
- Πήγα με την Ελένη στο σινεμά να δούμε μια ελληνική ταινία, και ήταν μια πατάτα τελικά. Τσάμπα τα λεφτά που πληρώσαμε. Φύγαμε στη μισή ώρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η στάση στο σεξ, όπου το ζευγάρι κάνει ταυτόχρονα στοματικό σεξ, ξαπλωμένοι αντίθετα.
-Είμαι 2 μήνες μαζί με τη Σοφία και απο σεξ τίποτα! -Άρα είναι περιττό να σε ρωτήσω αν έχετε κάνει εξήντα εννιά, για παράδειγμα.. -Πλάκα κάνεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Χρειάζονται 3 άτομα, 2 άντρες και 1 γυναίκα.
Είναι η στάση όπου κατά τη διάρκεια του σεξ η γυναίκα είναι ανάμεσα στους 2 άντρες και την περιποιούνται ταυτόχρονα και οι 2.
Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες.
Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα πολύ έκφυλη! Τελικά το βράδι την πήραμε σάντουιτς και οι 2!
Σύγκρινε με σούβλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρηματική έκφραση που εμφανίζεται πάντα στον αόριστο και θυμίζει κροάτη τερματοφύλακα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως λέξη μπαλαντέρ σε στιγμές αδυναμίας προσδιορισμού της κατάλληλης λέξης. Έχει συνήθως αρνητική σημασία.
Πωωω, μαλάκα, πλετήκωσα... Έφαγα κοντά ένα ταψί...
- Άσε μαλάκα σκατά τά 'κανα, βγήκα με την άλλη και πλετήκωσα...
- Τι πλετήκωσες ρε χαλβά; Έτσι σου 'πα γω να κάνεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified